H ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Αθανάσιος Διάκος

Αθανάσιος Διάκος

«Ο πλούσιος έχει τά φλουριά, έχει ο φτωχός τά γλέντια,
άλλοι παινεύουν τόν πασά και άλλοι τόν βεζύρη,
μά ΄γώ παινεύω τό σπαθί τό τουρκοματωμένο,
τό ΄χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνεια.

Με αφορμή, την προσπάθεια αποδομήσεως και εκφυλισμού, κάθε ηρωϊκής μορφής καθώς
και πράξεως, στο διάβα της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, συνολικώς από την πολιτική
«ηγεσία» του σύγχρονου κράτους των νέο-γραικύλων και εν όψει της συμπληρώσεως 200
ετών από την επανάσταση του γένους, αποφασίσαμε, ως ελάχιστο φόρο τιμής να
παρουσιάσουμε, όχι τόσο κάποιο σχετικό βιογραφικό των προσωπικοτήτων που
πρωτοστάτησαν στον Αγώνα διασώσεως του Γένους, αλλά κυρίως το πνεύμα που
κυριαρχούσε στις σκέψεις των ανδρών αυτών, κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Αμέτρητα είναι τα καταγεγραμμένα από την λαϊκή ποίηση, περιστατικά θανάτου μετά
βασάνων, τέτοιων ανδρών που έπεσαν στα χέρια τούρκων, ύστερα από μάχη ή προδοσία.
Φαίνεται ξεκάθαρα, ότι τον ήρωα-κλέφτη γεμίζει χαρά η αυτοθυσία του, για χάρη του
Γένους, όμως τον λυπεί το γεγονός, πώς δεν θα παρευρίσκεται εκεί, στής Λευτεριάς το
πανηγύρι.

Μία από τις μεγάλες, ηρωϊκές μορφές εκείνης της περιόδου, υπήρξε και ο
Αθανάσιος Γραμματικός, γνωστός ως Διάκος. Ο Διάκος ξεχωρίζει όχι τόσο για τον βίο του,
μα κυρίως για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε τον βασανιστικό του θάνατο!
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στο εξαιρετικό του έργο «ιστορία του Ελληνικού
Έθνους» γράφει σχετικά: «εάν η επανάσταση περίμενε να χειραγωγηθεί και να συντηρηθεί,
από το Εκτελεστικό όργανο, από το Βουλευτικό ή από εκείνο το υπουργείο Οικονομίας,
σίγουρα θα είχε αποτύχει και καταστραφεί από της γεννήσεώς της. Η Επανάσταση
κατόρθωσε να ανθίσει, εξ αιτίας ατομικών ενεργειών, καθώς και της μεγαλοφυϊας
ολιγάριθμων ανδρών, από τους οποίους όμως κανείς δεν είδε αυτόν τον Αγώνα ως
πολιτικός, παρ’ όλο που αυτοί ήσαν στην ουσία οι αληθινοί κυβερνήτες.
Όταν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, μαζί με 9000 πεζούς και ιππείς,
κατέφθαναν στην ανατολική Ελλάδα, ο Πανουριάς, ο Δυοβουνιώτης και ο Διάκος με 1500
άνδρες, αποφάσισαν να κλείσουν τις οδούς, ο πρώτος πρός την Λοκρίδα και την Βοιωτία
διά των Θερμοπυλών, ο δεύτερος πρός την Φωκίδα διά της Χαλκομάτας. Στην μέση στην
Δαμάστα έμεινε ο Διάκος, στην γέφυρα του Σπερχειού στην Αλαμάνα.»
Στις 22 Απριλίου, όπου πλέον ο Πανουριάς και ο Δυοβουνιώτης υποχώρησαν, έμεινε ο
Διάκος στην Αλαμάνα, όπου εκεί….. «τότε διεπράχθη είς Δαμάσταν και Αλαμάναν έργον τό
οποίον μάτην θέλομεν επιχειρήσει νά περιγράψωμεν μετά τήν εξυμνήσασαν αυτό δημώδη
ποίηση. Ο Διάκος δέν διαφέρει από λοιπούς άλλους. Αλλά ο Διάκος ήτο νέος, ήτο ωραίος,
επέτειλεν ώς μετέωρον λαμπρόν έν τή αυγή τής επαναστάσεως. Κατέλιπεν όπισθεν αυτού
τήν μνήμην ήρωος άμα καί μαχητού!».
Έτσι περιγράφει η ποίηση το γεγονός:
«καρδιά, παιδιά μου φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν θεριά σταθήτε…

έμειν’ ο Διάκος στην φωτιά, με δεκαοχτώ λεβέντες

Σχίσθηκε το τουφέκι του καί γίνηκε κομμάτια
καί το σπαθί του έσυρε και στην φωτιά εμπήκε
έκοψε τούρκους άπειρους κι εφτά μπουλουκμπασίδες.

Πλήν το σπαθί του έσπασε, επάνω από την χούφτα
κι έπεσε ο Διάκος ζωντανός, είς των εχθρών τά χέρια.

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά, στο διάβα τον ερώτα,
γίνεσαι τούρκος, Διάκο μου την πίστη σου αλλάζεις;
Κι εκείνος αποκρίθηκε και με θυμό του λέγει,
εγώ έλληνας γεννήθηκα, έλληνας θα πεθάνω!
Τον Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
όρθιον τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε!
Γιά ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τά βουνά και βγάζει η γής χορτάρι.

Εμένα αν σουβλίσετε, τίποτε δεν εχάθη
άς είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την τουρκιά κι όλο τους το δεβλέτι!».

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, υπήρξε ο βιογράφος του Διάκου, η ποίησή του είναι
εμπνευσμένη μέσα από το δημοτικό τραγούδι, και κύριο χαρακτηριστικό της είναι το
στοιχείο της εθνικής υπερηφάνειας, απέναντι στον ξένο δυνάστη.

Ο «Διάκος» τού
Βαλαωρίτη, εξ’ αιτίας της ακριβούς αναδείξεως τού πνεύματος της Κλεφτουριάς,
θεωρήθηκε ως το Ευαγγέλιο της Εθνικής συνειδήσεως. Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς,
απεκάλεσε τον Διάκο «ο νέος Λεωνίδας» και τις πράξεις αυτού, ως «Αποκάλυψη» της
μεγάλης Εθνικής Ιδέας! Ο Διάκος είναι το αναστάσιμο τραγούδι της Κλεφτουριάς, ο
ηρωϊσμός στην υψηλότερη μορφή της θυσίας, για το εθνικό ιδεώδες. Στον Διάκο δεν
υπάρχει εκείνο το ανατολίτικο φαινόμενο του έρωτα και του πάθους, εδώ μιλάει το ηρωϊκό
πνεύμα στην πιο έντονη έξαρσή του, μιλάει το θάρρος και η αυτοπεποίθηση, που δίνει η
συνείδηση του πολέμου για την Λευτεριά. Καμία λέξη δεν δείχνει αδυναμία ή δισταγμό.

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ
«Αναίβα, Μήτρε, ΄ς τού βουνού κατάκορφα τήν ράχη,
πάρε τό μάτι ταητού καί ταλαφιού τό πόδι
καί τήν αγρύπνια τού λαγού, καί στήσε καραούλι.
Κι΄άν ΄δής χιλιάδαις τόν εχθρό, άλογο καί πεζούρα,
μέ τόν Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τόν ύπνο μή μού κόψης,
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι΄άν ΄δής μές΄ς τό φυσσάτο
νά πηλαλάη τάλογο τού Ομέρπασα Βριόνη,
πέτα, ροβόλα, κράξε με. Σύρε μέ τήν ευχή μου».

Άστραψε απ΄ άγρια χαρά τό μέτωπο τού κλέφτη,
εβρόντησαν τά χαϊμαλιά, ανέμισε ή φλοκάτη,
έλαμψε ό Μήτρος μιά στιγμή κ΄εσβύστηκε σάν άστρο.
Ό Διάκος τόν συντρόφεψε γιά λίγο μέ τό μάτι
κ΄ύστερα πέφτει κατά γής γονατιστός ΄ς τήν πέτρα.

«Αδέρφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου
καί γονατίσετε μ΄εμέ. Ο κόσμος ΄ς τήν χαρά του
είν΄ανθοστόλιστος ναός, κ΄εδώ μάς παραστέκει
εκείνος που τήν έχτισε, γιά νά τόν προσκυνούμε».
Ήτανε νύχτα. Τά βουνά, ή λαγκαδιαίς, τά δέντρα,
ή βρύσαις, τ΄αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ΄αγέρι,
στέκουν βουβά ν΄ακούσουνε τήν προσευχή τού Διάκου.

«Έτοιμος είμαι , Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαίς ακόμα
καί σβυώνται τ΄άστρα σου γιά μέ. Γιά μέ θά σκοτειδιάσι
τώμορφο γλυκοχάραμα. Θά μού κλειστή τό στόμα,
που εκελαδούσε στά βουνά, στήν ρεμματιά, στήν βρύση,
θά μαραθούν τά πεύκα μου. Αραχνιασμέν΄ ή λύρα,
που μούταν αδερφοποιτή κι΄ όπου μέ εμέ στήν φτέρη
αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θά μείνη στείρα
καί στάψυχο κουφάρι της θά νά βογγάη τ΄ αγέρι.

«Όλα τ΄ αφήνω μέ χαρά, χωρίς ν΄αναστενάξω.
Καί τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα
αυτήν τήν έρμη τήν πορειά μέ τό κορμί νά φράξω.

Ευχαριστώ σε Πλάστη μου! Δέν θά χαθούν σπαρμένα
καί δέν θά μείνουν άκαρπα τ΄ άχαρα κόκκαλά μου.
Ευλόγησέ τηνε τήν γή όπου θά μ΄ αγκαλιάση
καί στοίχειωσε κάθε κλωνί από τά χώματά μου,
νά γένη αδιάβατο βουνό τό μνήμα τού Θανάση.

«Κ΄εμείς θά πάμε μέ χαρά σ΄αυτόν τόν καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θάσαι σύ, καί τά πατήματά μας
θά νάχουνε γιά στήριγμα τήν φοβερή τήν στάχτη,
πώμεινε σπίθ΄ακοίμητη βαθειά στά σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Γιά ν΄ακουστή στήν Δύση
πώς δέν απονεκρώθηκε καί πώς θ΄ανθοβολήση
τώρα μέ τά Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν΄ή ώρα!»

Έσκυψ΄ο Διάκος ώς τήν γή, έσφιξε μέ τά χείλη
κ΄εφίλησε γλυκά γλυκά τό πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του ή καρδιά, καί στά ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ΄ένα δάκρυ…
Χαρά στό χόρτο πώλαχε νά πιή σέ τέτοια βρύση!

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τά νειώτα, τήν θωριά του
τ΄άστέρια βλέπουν μέ χαρά καί κάπου κάπου αφίνουν
κρυφά τόν θόλο τ΄ουρανού γιά νά διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του καί τόν σφιχταγκαλιάζει
στόν κόρφο της ή άνοιξη, σάν νάτανε παιδί της.
Χαρούμενα τά λούλουδα φιλούν τό μετωπό του.

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τού ύπνου του ή ώραις
όσο κι΄άν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θά γένουν
ν΄αποστομώσουν τό θολό, τ΄αγριωμένο κύμα
τού χρόνου που μάς έπνιξε. Μ΄εκείνην τήν ρανίδα
πώσταξ΄από τά μάτια του θά ξεπλυθή ή μαυράδα,
που ελέρονε τής μοίρας μας τό νεκρικό δεφτέρι.
Ο Διάκος στό κρεββάτι του, ζωσμένος τήν φλοκάτη,
σάν αητός μές τήν φωλειά, ολάκαιρο ένα γένος
έκλωθ΄εκείνην τήν βραδειά. Όταν προβάλ΄ή μέρα
θά νάβγουν τ΄αητόπουλα μέ τροχισμένα νύχια,
μέ θεριεμμένα τά φτερά, ν΄αρχισουν τό κυνήγι…
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,
πρίν μάς σκεπάση ή μαύρη γή, στά δουλωμένα πλάγια
νά κοιμηθούμε μιά νυχτιά τόν ύπνο τού Θανάση!

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.

Τιμή και Σέβας στην Κλεφτουριά του ΄21.

Back to top button
Close