Επιστροφή Στην Ελλάδα

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟΝ ΦΑΙΔΩΝΑ

Το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου στον Φαίδωνα.Το ύφος του λόγου του πλατωνικού Σωκράτη στο Φαίδωνα είναι τόσο διαφορετικό από το ύφος που έχει ο λόγος του στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο ώστε να νομίζει κανείς ότι έχει απέναντι του δύο διαφορετικές φιλοσοφικές φυσιογνωμίες. Η διαφορά αυτή του ύφους οδήγησε πολλούς να ερμηνεύσουν τόν Φαίδωνα όλως διόλου αντίθετα προς το πνεύμα που διαπνέει το Συμπόσιο και τον Φαίδρο και να πούν ότι στον Φαίδωνα ο πλατωνικός Σωκράτης αρνιέται πέρα ως πέρα την ζωή και πλησιάζει ένα ασκητικό ιδανικό.

Σκοπός μας εδώ είναι να αναδείξουμε ότι ο πλατωνικός Σωκράτης δεν έχει μέσα του αυτήν την αντίφαση, ότι και στον Φαίδωνα έχουμε τον ίδιο Σωκράτη και με τα ίδια φρονήματα που παρουσιάζει στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο, στα δύο αυτά υπέροχα έργα όπου η ζωή καταφάσκεται απόλυτα, όπου ο έρως δηλαδή για την ζωή είναι απόλυτος. Θα δούμε ότι ο ίδιος ο έρως για την αληθινή ζωή, που καταυγάζει το πρόσωπο του Σωκράτη στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο, βρίσκεται και στον Φαίδωνα. Η ζωή λέει ο Σωκράτης στην εισαγωγή του Φαίδωνος είναι θεϊκό δώρο, γι’αυτό και δεν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε με αυτήν. Η ζωή, σαν θεϊκό δώρο που είναι, μας βάζει ορισμένα χρέη. Και αυτή μονάχα η κατηγορηματική δήλωση θα ήταν αρκετή για να δείξει ότι δεν παραπονιέται ο Σωκράτης, στον Φαίδωνα γιά την αληθινή ζωή. Όπως στους δύο εκείνους διαλόγους όπου υμνείται ο έρως, έτσι και εδώ ο Σωκράτης είναι θετικά ελεύθερος. Όπως εκεί που μιλάει για τον έρωτα, γιορτάζει, έτσι και εδώ που μιλάει για τον θάνατο, γιορτάζει. Την ώρα του θανάτου ο Σωκράτης γιορτάζει την αληθινή ζωή. Λίγο πριν πεθάνει προσπαθεί να κάνει στίχους.

Αλλά και όλος ο διάλογος που κάνει με τους φίλους του την στιγμή αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα γιόρτασμα της ζωής της αληθινής, της φιλοσοφικής ζωής. Όπως σε όλη του την ζωή θεώρησε υπηρεσία του θεού να γνωρίσει τον εαυτό του, “γνώθι σ’αυτόν”, έτσι και τώρα γιορτάζει τον ίδιο θεό, τον Απόλλωνα, και το γιόρτασμα αυτό είναι βεβαίως κάπως διαφορετικό από εκείνο που κάνουν οι Αθηναίοι τις ημέρες αυτές που στείλαν “θεωρία” στην Δήλο. Το γιόρτασμα του Σωκράτη είναι μια πραγματική, πνευματική και ηθική λατρεία του θεού, είναι μια φιλοσοφική θεωρία, ενώ των Αθηναίων είναι μια θεωρία πομπής. Και όπως οι κύκνοι όταν πρόκειται να πεθάνουν, τραγουδάνε όχι, όπως νομίζουν οι άνθρωποι, γιατί θέλουν να θρηνήσουν τον θάνατο, αλλά γιατί με την μαντική δύναμη που πήραν από τον Απόλλωνα προαισθάνονται την ευτυχία στον Άδη, έτσι και ο Σωκράτης, που θεωρεί τον εαυτό του σύντροφο των κύκνων και αφιερωμένο στον ίδιον θεό, τον Απόλλωνα, δεν αφήνει την ζωή χωρίς τραγούδι. Και το τραγούδι του Σωκράτη για τη ζωή είναι ο φιλοσοφικός του διάλογος. Μια μελέτη και μυσταγωγία είναι όλη η ζωή έτσι όπως την ζεί φιλοσοφικά ο Σωκράτης. Και δεν είναι ο Σωκράτης κατά την τελετή της ζωής απλός ναρθηκοφόρος, αλλά βάκχος, γιατί αυτός είναι το σύμβολο του ανθρώπου που φιλοσόφησε ορθά. Ο Σωκράτης είναι λοιπόν και στον Φαίδωνα ο άνθρωπος που είναι πολύ κοντά στην ζωή, είναι εκείνος που έχει βαθειά νοιώσει τι είναι ζωή.

Το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου στον Φαίδωνα.2Η αθανασία της ψυχής λοιπόν είναι το κεντρικό πρόβλημα του Φαίδωνος. Αν στην “Πολιτεία” γίνεται η βαθειά ανάλυση της ζωής της ψυχής προς τα έξω έτσι όπως διαφοροποιείται μέσα στην πολιτική πράξη, στον “Φαίδωνα” αναλύεται το πρόβλημα της ψυχής προς τα μέσα. Δεν πρόκειται στο “Φαίδωνα” για μια ορισμένη δύναμη της ψυχής, για μια ειδική ικανότητα, ούτε πάλι πρόκειται για μια πνευματική ανάλυση όλων των ικανοτήτων της ψυχής. Αλλά εκείνο που είναι εδώ πρόβλημα είναι η ίδια η ψυχή ως προς την υπόσταση της, την εσωτερικότητα της, ως προς την αρχή της την ίδια. Η αξία της ψυχής, η αθανασία της, είναι την στιγμή αυτήν το πρόβλημα. Τώρα που πρόκειται να πεθάνει ο άνθρωπος που έζησε κατ’ αξίαν, που φιλοσόφησε ορθά, την στιγμή αυτή πρέπει να γίνει μια καθολική εποπτεία όχι μονάχα της ζωής, αλλά και της αρχής της ζωής, δηλαδή της ψυχής.

Tο θέμα όμως της αθανασίας της ψυχής έχει μέσα του δύο προβλήματα, την ζωή και τον θάνατο. Για να το καταλάβουμε πρέπει να νοιώσουμε τι είναι ζωή και τι είναι θάνατος, και ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ των. Αν ώς τώρα ήταν πρόβλημα της φιλοσοφίας η ζωή και η αξία της, την στιγμή τούτη γίνεται πρόβλημα και ο θάνατος ο ίδιος. Για αυτό τώρα πια τίθεται πραγματικά και το πρόβλημα της αξίας της ζωής. Κανένα άλλο φιλοσοφικό σύστημα πριν από τον Πλάτωνα δεν καταπιάστηκε τόσο σοβαρά με το πρόβλημα του θανάτου και συνεπώς κανένα δεν φιλοσόφησε τόσο σοβαρά επάνω στην αξία της ζωής. Η θρησκεία του Ορφισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συναισθηματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ψυχής σε όλη του την έκταση, άνοιξε πρώτη τον δρόμο για να γίνει συνειδητό το πρόβλημα του θανάτου. Ο Πλάτων, χωρίς βέβαια να κρατήσει το δόγμα του Ορφισμού, έδωσε βάθος φιλοσοφικό στον ορφικό μύθο για την ψυχή, για τον θάνατο και για την ζωή της ψυχής ύστερα από τον θάνατο. Ο πλούσιος μύθος του Πλάτωνος για την ψυχή και την ζωή της στον άλλο κόσμο δείχνει πόσο γόνιμα αισθάνθηκε την ορφική παράδοση ο ίδιος. Όσα λέει ο Πλάτων στο “Φαίδων” για το είναι, την ουσία της ψυχής, πολλές μάλιστα φορές και ο τρόπος με τον οποίον τα λέει, δείχνουν την ορφική των καταγωγή.

Αναμεταξύ ζωής και θανάτου δεν υπάρχει μονάχα η σχέση που είναι προσιτή στην πείρα, αλλά και μια αντίθετη. Όχι μόνον οδηγεί ένας δρόμος από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά και ένας άλλος δρόμος οδηγεί από τον θάνατο προς την ζωή. Ένας παλαιός λόγος λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων πάνε από εδώ προς τα εκεί και από εκεί έρχονται πάλι εδώ. Ένα αξίωμα του Ηρακλείτου ορίζει ότι κάθε τι που γίνεται, που έχει γένεση, έρχεται από το αντίθετο του, εφ’όσον βέβαια είναι στην φύση του να έχει αντίθετο. Το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο. Το καλύτερο από το κατώτερο. Το δικαιώτερο από το αδικώτερο, και το αντίθετο. Ώστε μεταξύ δύο αντιθέτων υπάρχουνε δύο δρόμοι που οδηγούνε από το ένα στο άλλο. Ο ένας δρόμος δείχνει τη γένεση από το αρνητικό στο θετικό και ο άλλος δείχνει τη γένεση από το θετικό στο αρνητικό. Αντίθετο στην ζωή είναι ο θάνατος, αντίθετο στο “ζήν” είναι το “τέθνάναι”. Θα πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι υπάρχουν και μεταξύ αυτών των δύο αντιθέσεων δύο δρόμοι που δείχνουν δύο είδη γενέσεων. Ο ένας δείχνει την γένεση από την ζωή προς τον θάνατο και ο άλλος την γένεση από τον θάνατο στην ζωή. Από την ζωή πάμε στον θάνατο, αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε όλοι μας, αυτή είναι η πείρα μας. Σύμφωνα με την αρχή αυτήν που βάλαμε ότι τα αντίθετα γεννιούνται αμοιβαία το ένα από το άλλο, πρέπει να δεχθούμε ότι και η ζωή έρχεται από τον θάνατο, γιατί θάνατος είναι η αντίθεση στην ζωή. Είναι λοιπόν ανάγκη να δεχθούμε ότι η ψυχή είναι κάπου όπου ξαναγυρίζει στην ζωή. Πρέπει να δεχθούμε ότι η πηγή της ζωής είναι εκείνο που εμείς καλούμε θάνατο. Η ζωή είναι αδύνατο να ακολουθεί μονάχα μια γένεση, μια κατεύθυνση, να πηγαίνει δηλαδή πάντα προς το θάνατο, γιατί τότε θα έρχονταν στιγμή που θα πέθαινε όλη η ζωή. Η διαδικασία της ζωής δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά παλινδρομική, είναι κυκλική.

Η ακολουθία όμως αυτή των σκέψεων στηρίζεται σε μια δογματική προϋπόθεση που γίνεται σιωπηρά, στη προϋπόθεση ότι η ψυχή, πριν έρθει στην ζωή, υπάρχει, προϋπάρχει στον Άδη, όπως λέει στην μυθική γλώσσα ο Πλάτων. Έτσι προϋποθέτει εδώ εκείνο που πρόκειται να αποδειχθή. Η αθανασία της ψυχής δεν αποδεικνύεται αλλά προϋποτίθεται δογματικά. Και όμως η ακολουθία αυτή των σκέψεων έχει μια ιδιαίτερη σημασία, διότι θέτει για πρώτη φορά μέσα στη ιστορία της φιλοσοφίας το πρόβλημα της αρχής της ζωής. Για να καταλάβουμε μάλιστα την σημασία της πρέπει να την απαλλάξουμε από την δογματική, μεταφυσική της διατύπωση που έχει στο “Φαίδωνα”. Τότε φανερώνεται το νόημα που έχουν αυτές οι θρησκευτικά διατυπωμένες σκέψεις. Πραγματικά πρόκειται εδώ για την διαδικασία του γίγνεσθαι της ζωής γενικά. Θάνατος και ζωή είναι δύο τρόποι του γίγνεσθαι, είναι δύο γενέσεις. Η κίνηση προς το θάνατο απαιτεί και την αντίθετη κίνηση, από το θάνατο προς τη ζωή, αν δεν πρέπει όλα να πεθάνουν κάποτε. Γιατί όμως η αντίθετη κίνηση πρέπει να οδηγεί από το θάνατο προς τη ζωή; Γιατί δεν είναι δυνατόν η ζωή να έρχεται από κάτι άλλο κι όχι από το θάνατο; Διότι ο θάνατος είναι η απόλυτη αντίθεση προς την ζωή. Αν η ζωή γίνονταν από κάτι άλλο και τότε θα έρχονταν στιγμή που όλα πάλι θα πέθαιναν. “Ει γαρ εκ μεν των άλλων τα ζώντα γίγνοιτο, τα δε ζώντα θνήσκοι, τις μηχανή μη ουχί πάντα καταναλωθήναι εις το τεθνάται; Ουδέ μια μοι δοικεί“. Ο θάνατος και στην περίπτωση αυτήν θα ήταν το αναγκαίο τέρμα αυτής της διαδικασίας. Η ζωή λοιπόν δεν γίνεται από την συνένωση άλλων ουσιών, αλλά από την άρνηση της, που είναι ο ίδιος ο θάνατος. Μονάχα ο θάνατος είναι δυνατόν να τεθεί ως αρχή της ζωής. Με άλλα λόγια η ζωή πρέπει να έχει ως αρχή του εαυτού της την μη-ζωή, και όχι μια οιαδήποτε ουσία. Πέρα από την ζωή είναι η μη-ζωή, αυτή είναι το ίδιο με τον θάνατο. Άρα ο θάνατος είναι η αρχή της ζωής. Η έννοια του θανάτου δεν είναι λοιπόν τώρα έννοια όλως διόλου αρνητική, ο θάνατος δεν είναι εκείνο που μας δείχνει η πείρα, δηλαδή ένα τέρμα μονάχα της ζωής, αλλά είναι και η αρχή της ζωής. Ο δρόμος που οδηγεί από την ζωή προς τον θάνατο αποκτά τώρα μια καινούργια σημασία, δεν είναι ο δρόμος αυτός μονάχα η άρνηση της ζωής, αλλά και η θέση της ζωής, γιατί η ζωή και όταν κατευθύνεται προς τον θάνατο, πηγαίνει προς την αρχή της.

Το πρόβλημα του θανάτου είναι ένα από τα κεντρικότερα προβλήματα του “Φαίδωνος”, και το πρόβλημα της ζωής φωτίζεται στο διάλογο αυτόν από το πρόβλημα του θανάτου. Ο θάνατος είναι εκείνο που απασχολεί και πρέπει να απασχολεί τον φιλόσοφο. Ερωτάται μονάχα ποιός θάνατος. Οι πολλοί έχουν δίκαιο όταν νομίζουν ότι οι “τω όντι φιλοσοφούντες” θανατώνουν τον εαυτό τους, και ότι οι φιλόσοφοι είναι άξιοι θανάτου, αλλά οι πολλοί δεν γνωρίζουν τι λένε με αυτό, γιατί δεν γνωρίζουν τι σημαίνει θάνατος για τον φιλόσοφο και με ποιόν τρόπο είναι οι φιλόσοφοι άξιοι θανάτου. Ότι ο θάνατος είναι το κεντρικότερο πρόβλημα του “Φαίδωνος” φαίνεται και από το γεγονός ότι η εισαγωγή του διαλόγου διαπνέεται από τον στοχασμό του θανάτου. Άλλωστε αυτό είναι το πρόβλημα της στιγμής εκείνης, ο θάνατος του Σωκράτη. Τώρα λοιπόν που ο φιλόσοφος έχει απέναντι του τον θάνατο είναι η καλύτερη στιγμή να ειπωθούν μερικά πράγματα για τον θάνατο, για να αποκαλυφθεί από τον Πλατωνικό Σωκράτη η έννοια του θανάτου. Κατά τούτο άλλωστε διαφέρει η φιλοσοφική ζωή από την αφιλοσόφητη, ότι στην πρώτη ο θάνατος γίνεται πρόβλημα, ενώ η δεύτερη βλέπει τον θάνατο σαν μια περίπτωση. Ο θάνατος σαν πρόβλημα είναι κάτι ριζικά αντίθετο παρά ο θάνατος σαν φυσικό γεγονός. Σαν φυσικό γεγονός βλέπει το θάνατο ο αφιλοσόφητος άνθρωπος, και μάλιστα σαν γεγονός που γίνεται μια φορά, στο τέλος της ζωής. Ο θάνατος σαν πρόβλημα είναι κάτι που παρακολουθεί τον φιλόσοφο σε όλη του την ζωή. Ο θάνατος είναι τόσο σύμφωνος με την φιλοσοφική ζωή ώστε ο φιλόσοφος δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να πεθαίνει η να έχει πεθάνει, “ουδέν άλλο αυτοί επιτηδεύουσιν η αποθνήσκειν τε και τεθνάται“.

Γιατί οδηγεί η φιλοσοφία προς τον θάνατο και γιατί είναι ο θάνατος το μέλημα το μοναδικό του φιλοσόφου; Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να ορίσουμε τι σημαίνει εδώ ο θάνατος. Ο ορισμός του θανάτου που δίνει στον “Φαίδωνα” ο Σωκράτης, και που δεν είναι καθόλου διαφορετικός από τον ορισμό που έδινε η ορφική θρησκεία, είναι ότι θάνατος είναι η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Θάνατος είναι το “εχωρίσθαι” της ψυχής από το σώμα. Ο χωρισμός αυτός, όπως τον εννοεί ο ορφισμός, έχει ηθική και πραγματική σημασία. Ο ηθικός χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δηλαδή η προσπάθεια απελευθερώσεως της ψυχής από το σώμα, αυτό είναι που οδηγεί και στον πραγματικό χωρισμό της ψυχής από το σώμα, που είναι ο τελικός θρησκευτικός σκοπός της ζωής. Στο “Φαίδωνα” όμως δεν πρόκειται για την θρησκευτική αυτήν απαίτηση. Η ηθική απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα, η αυτονομία της ψυχής, αποχτά εδώ μια ευρύτατη σημασία. Θάνατος εδώ σημαίνει την ανεξαρτησία της ψυχής από κάθε τι που την εμποδίζει να φτάσει στην γνώση της καθαρής ιδέας. Θάνατος είναι εδώ η υπερνίκηση των εμποδίων που μας βάζουν οι αισθήσεις για να φτάσουμε στην καθαρή γνώση. Ο θάνατος δηλαδή στον “Φαίδωνα” έχει σημασία ηθική, αλλά και θεωρητική. Ο λόγος γενικά πρέπει να απελευθερωθεί με τον θάνατο. Όχι μονάχα ο λόγος της αρετής, αλλά και ο λόγος της ουσίας, της επιστήμης. Ο φιλοσοφικός θάνατος έχει σκοπό να κάνει τον άνθρωπο αυτοκυβέρνητο και ηθικά και λογικά, γιατί εν όσο η ψυχή του ανθρώπου είναι ανακατωμένη με το σώμα, δηλαδή εν όσο έχει σωματικά κριτήρια, δεν θα μπορέσει να αγγίξει πραγματικά την αλήθεια. Σκοπός της ζωής είναι η θέα της Αλήθειας. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής και στο “Φαίδωνα” και στο “Συμπόσιο” και στο “Φαίδρο”. Όμως στην θέα του όντος φθάνουμε μονάχα άμα απελευθερωθούμε από τα κριτήρια του σώματος. Η απελευθέρωση αυτή, που στο “Συμπόσιο” και στον “Φαίδρο” χαρακτηρίζεται ως “ανάβαση”, στο “Φαίδωνα” λέγεται “θάνατος”. Ο θάνατος γίνεται στον “Φαίδωνα” τόσο θετική έννοια, αποχτά τόση σημασία, ώστε να φαίνεται ότι εκείνο που δεν μπορούμε να το πετύχουμε στην ζωή και που τόσο το ποθούμε, την γνώση και την φρόνηση, να το πετυχαίνουμε στον θάνατο. Η διατύπωση όμως αυτή δεν πρέπει να μας παρασύρει. Θάνατος είναι εδώ ο απόλυτος έρως της αλήθειας και η απελευθέρωση από το σώμα. Φθάνουμε στην αλήθεια, στη θέα της αλήθειας, όταν έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερη σχέση με το σώμα.

Για να αγγίξουμε την αλήθεια, για να ζήσουμε με άλλα λόγια έτσι όπως αξίζει και όπως ορίζει η φιλοσοφία, πρέπει να είμαστε όσο μπορούμε πιο πολύ κοντά στον θάνατο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ποθούμε τον φυσικό μας θάνατο, ούτε να τον επιδιώκουμε, αλλά να θανατώσουμε ότι μας απομακρύνει από το ιδανικό της ζωής, από την θέα της αλήθειας. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να πεθάνει μόνος του, ο Θεός μονάχα έχει δικαίωμα να μας λύσει από τούτην την ζωή. Εκείνο που είναι όχι μόνον δικό μας δικαίωμα, αλλά και χρέος, είναι να λύσουμε ηθικά και λογικά τον εαυτό μας από τούτον τον κόσμο, από το σώμα. Αυτός είναι ο θάνατος του φιλοσόφου. Θάνατος σημαίνει εδώ ηθική και λογική ακεραίωση της ζωής. Ζωή δεν είναι εκείνο που νομίζουν πολλοί, να ζεί κανείς σε στενό σύνδεσμο με το σώμα και τα πάθη του, αλλά ζωή είναι αυτό που εδώ ονομάζεται από τον Πλάτωνα θάνατος.

Ζωή είναι στην φιλοσοφία ο θάνατος της κοινής ζωής. Η ηθική και θεωρητική συλλογή της ψυχής του φιλοσόφου, το αντίκρυσμα της ιδέας, χαρακτηρίζεται στον “Φαίδωνα” ως θάνατος επειδή ο φιλοσοφικός στοχασμός σημαίνει ένα κλείσιμο της ψυχής στον εαυτό της αλλά και γιατί την στιγμή αυτήν εδώ που πρόκειται ο Σωκράτης να πεθάνει αποχτά βαθειά συμβολική σημασία ο θάνατος του. Από εδώ φαίνεται ότι όλη του η ζωή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προετοιμασία για τον θάνατο, δηλαδή συλλογή συστηματική της ψυχής στον εαυτό της. Όχι μονάχα αυτήν την στιγμή που θα πεθάνει και φυσικά ο Σωκράτης, αλλά και σε όλη του την προηγούμενη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ετοιμάζεται για τον θάνατο. Δεν πρόκειται όμως εδώ για καμιά θρησκευτική εντρύφηση, ούτε για καμιά υπερφυσική ζωή. Η μελέτη του θανάτου δεν σημαίνει εδώ τίποτα άλλο παρά την μελέτη της αλήθειας. Το πνεύμα, η αλήθεια, για να αποκαλυφθεί απαιτεί ένα αποτράβηγμα της ψυχής από τα άμεσα χρονικά και αισθητά αντικείμενα. Το αποτράβηγμα τούτο από χρονικότητα της ζωής, που στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο χαρακτηρίζεται “έρως”, ονομάζεται στον Φαίδωνα “θάνατος”. Η νόηση της αλήθειας είναι αντίθετη προς κάθε προσήλωση της ψυχής στην ποικιλία των αισθήσεων. Η πνευματική ζωή δεν συμβαδίζει με την σωματική ζωή. Συλλογή της ψυχής σημαίνει ως ένα βαθμό άρνηση του σώματος. Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο με τον ασκητισμό του χριστιανισμού. Εδώ η ψυχή αποτραβιέται όλως διόλου από τον κόσμο, παρατιέται από κάθε επίδραση επάνω στον κόσμο. Ενώ στον Φαίδωνα δεν πρόκειται για άρνηση ολοκληρωτική του κόσμου. Ο Σωκράτης πεθαίνει γιατί αγωνίσθηκε για την ιδέα της αρετής, γιατί χτύπησε σε όλη του τη ζωή το ψεύδος της σοφιστικής. Πρωταρχική σημασία έχει και για τον Φαίδωνα η παιδεία της ψυχής, ενώ ο ασκητισμός δεν αποδίδει σημασία στο μεγάλωμα της ψυχής με την παιδεία, με την επιστήμη. Η παιδεία έχει τόση σημασία στο Φαίδωνα ώστε αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που παίρνει η ψυχή μαζί της για τον άλλο κόσμο “ουδέν γάρ άλλο έχουσα εις Άδου η ψυχή έρχεται πλήν της παιδείας τε και τροφής”. Πίσω λοιπόν από τον θάνατο του Σωκράτη υπάρχει ο μεγάλος ηθικός αγώνας για την ζωή, για την πολιτεία, για το δίκαιο. Ενώ πίσω από τον θάνατο του ασκητή υπάρχει το κενό, το αρνητικό αντίκρυσμα της ζωής. Η φυσική και σωματική ζωή του Σωκράτη υπηρετεί την πνευματική ζωή. Ο Σωκράτης δεν σπουδάζει τον θάνατο επειδή βαρέθηκε την ζωή αλλά γιατί έτσι νοιώθει πιο βαθιά την ζωή.

Στον Φαίδωνα λοιπόν δεν πρόκειται για μια ασκητική αναχώρηση από την ζωή, αλλά για μια καινούργια άποψη της ζωής, για μια καινούργια θεωρία της ζωής. Στον Φαίδωνα δεν έχουμε μια αποστροφή από την ζωή γενικά, αλλά μια κριτική της κοινής, άβαθης και ηθικά και πνευματικά άκαρπης ζωής. Η φιλοσοφική ζωή που οδηγεί τον άνθρωπο στην νόηση της ιδέας είναι βέβαια αντίθετη προς την κοινή και άβαθη ζωή, που καταγίνεται με σκιές και νομίζει πως έτσι συλλαμβάνει την αλήθεια, αλλά δεν είναι καθόλου αντίθετη προς το πρόβλημα της ζωής. Η φιλοσοφική ζωή θέτει ξεκάθαρα το πρόβλημα της ζωής σε όλο του το βάθος και σε όλη του την έκταση. Ο φιλόσοφος δεν είναι αναχωρητής, αρνητής της ζωής, αλλά έχει βάλει σκοπό να νιώσει βαθιά εκείνο που είναι ζωή. Για τον Πλάτωνα μάλιστα η σχέση του φιλοσόφου και της φιλοσοφίας με την ζωή είναι άμεση. Το θέμα όλων σχεδόν των διαλόγων του είναι το πρόβλημα της αξίας της ζωής. Η αξία της ζωής ρυθμίζεται όμως από κάποια αρχή, από ένα σκοπό. Αυτόν τον σκοπό της ζωής τον ορίζει ο Πλάτων με την ιδέα. Η ιδέα είναι ο αντικειμενικός σκοπός της ζωής. Η ιδέα δίνει νόημα στη ζωή. Αλλά και η ιδέα στον Πλάτωνα δεν είναι ένα αγαθό που είναι χωριστό από την ζωή, αλλά είναι εκείνο το αγαθό που δικαιώνει και μορφώνει την ζωή. Η ιδέα έχει τόση αξία και είναι κάτι θείο γιατί ακριβώς δίνει νόημα στο ζωή, γιατί έχει δημιουργική δύναμη επάνω στην ζωή. Η ζωή χωρίς την ιδέα είναι ανάξια, είναι ψηλάφισμα μέσα στο σκοτάδι. Η ζωή με την ιδέα είναι γεμάτη φως. Η ανώτατη ιδέα μέσα στην φιλοσοφία του Πλάτωνος, η ιδέα του αγαθού, αν και τοποθετείται τόσο ψηλά, αν και είναι επέκεινα της ουσίας, όμως, ή μάλλον ακριβώς για αυτό, είναι η αιτία της ζωής. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι η Πλατωνική φιλοσοφία είναι αντίθετη προς την ζωή, αφού η πρώτη, η θεμελιακή αρχή της φιλοσοφίας αυτής, η ιδέα του αγαθού, είναι η αιτία της ζωής; Kαι όμως στον Φαίδωνα το πλησίασμα της ιδέας σημαίνει μια απομάκρυνση από την ζωή, χαρακτηρίζεται ως μια κίνηση από την ζωή προς τον θάνατο.

Η κατανόηση της ιδέας ως αρχής της ζωής, χαρακτηρίζεται στο Φαίδωνα ως άρνηση της ζωής. Ποιάς ζωής; Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για την άβαθη, αφιλοσόφητη ζωή. Η κοινή ζωή, η άβαθη, αν θέλει να γίνει εκείνο που πρέπει,, αν θέλει να γίνει αθάνατη, πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό της, πρέπει να πεθάνει. Η ζωή για να φθάσει στον σκοπό της πρέπει να αρνηθεί εκείνο που είναι τώρα. Η μοναδική προϋπόθεση για να γίνει ο άνθρωπος εκείνο που του έχει ορίσει η θεία μοίρα είναι το πέρασμα από μέσα από τον θάνατο. Όχι τον φυσικό θάνατο, αλλά τον θάνατο που οδηγεί στο ηθικό ξαναγέννημα. Πέθανε και γίνου“. Η φράση αυτή του Goethe ερμηνεύει κλασσικά το περιεχόμενο του Φαίδωνος. Για να ιδείς την ιδέα, την αλήθεια, πρέπει πρώτα να πεθάνεις, δηλαδή να αρνηθείς εκείνο που είσαι. H ψυχή σου άμα ιδεί την ιδέα θα απορροφηθεί τόσο, θα συγχωνευθεί τόσο μαζί της, ώστε όλη η άλλη της ζωή, η προηγούμενη, θα της φανεί σαν θάνατος. Μονάχα αφού περάσει η ψυχή από έναν τέτοιον θάνατο μπορεί να φθάσει στην αληθινή ζωή.

Ο ιδεαλισμός αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τον μυστικισμό, γιατί ο Πλατωνικός ιδεαλισμός θέτει την ιδέα για την ζωή, και η μέθη του φιλοσόφου με την ιδέα έχει ως αποτέλεσμα μια νηφαλιότητα απόλυτη μέσα στην ζωή, μια ηθική και πνευματική ολοκλήρωση, ενώ ο μυστικισμός βγάζει την ψυχή όλως διόλου από την ζωή. Ούτε θέλει ο μυστικισμός να διαμορφώσει την ζωή. Η ζωή του είναι εμπόδιο. Ο Πλατωνικός ιδεαλισμός ανανεώνει την ζωή, δίνει σ΄αυτήν το πραγματικό της νόημα. Δεν αρνείται την ζωή στην ουσία της, στην ρίζα της, αλλά αρνείται όλα όσα έχουν σκεπάσει την ζωή, όλα τα εμπόδια της ζωής. Η φιλοσοφία του Πλάτωνος είναι μια απελευθέρωση της ζωής από τα δεσμά της, όχι όμως και μια άρνηση της ζωής από την ρίζα της. Η ζωή εδώ αναφέρεται σε μια καθολική αρχή, που αν και είναι πέρα από όλα, όμως είναι η αρχή και η αιτία της πραγματικής ζωής. Όπως αρνείται κριτικά η Πλατωνική ηθική όλα όσα από τα παραδομένα αγαθά δεν δικαιώνονται μπροστά στην ιδέα του αγαθού, έτσι αρνείται και την ζωή γενικά, εφόσον δεν κατευθύνεται προς την ιδέα του αγαθού. Η ιδέα του αγαθού είναι η ανώτατη αρχή της ζωής μα κυρίως, της αξίας της ζωής. Τίποτα δεν έχει αξία εφόσον δεν αντλεί την υπόστασή του και την δύναμή του από την ιδέα του αγαθού.

Η ιδέα του αγαθού είναι ο λόγος που αναγκάζει την φιλοσοφία να αρνηθεί τα λεγόμενα υλιστικά αγαθά και να θέσει τα πραγματικά αγαθά της ζωής. Με άλλα λόγια η ιδέα του αγαθού σημαίνει απόλυτη άρνηση αλλά και απόλυτη θέση της ζωής. Σημαίνει άρνηση της απλής, άβαθης και αφιλοσόφητης ζωής στην εσωτερική της σημασία. Η ιδέα του αγαθού θεμελιώνει την κατεύθυνση της ζωής, ενώ χωρίς την ιδέα του αγαθού η ζωή είναι δίχως κατεύθυνση, είναι δίχως νόημα. Με την ιδέα του αγαθού η ζωή είναι πραγματικά συγκεντρωμένη στον εαυτό της, ενώ χωρίς την ιδέα του αγαθού είναι σκόρπια. Σημασία μεγάλη έχει στον “Φαίδωνα” ότι η κίνηση προς την ιδέα του αγαθού χαρακτηρίζεται ως κίνηση από την ζωή προς το θάνατο. Η κίνηση αυτή σημαίνει την άρνηση της αφιλοσόφητης ζωής, για αυτό και χαρακτηρίζεται θάνατος. Ο θάνατος όμως αυτός είναι η προϋπόθεση της γνήσιας ζωής της ψυχής, της ζωής εκείνης όπου η ψυχή βρίσκει το κέντρο του εαυτού της και ανακαλύπτει τον πραγματικό της λόγο. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του πλατωνικού ιδεαλισμού και του μυστικισμού. Στον ιδεαλισμό η άρνηση δεν είναι τέρμα, αλλά απλό στάδιο της ψυχής. Η άρνηση εδώ είναι προϋπόθεση για να προχωρήσει η ψυχή βαθύτερα στον εαυτό της, για να θέσει στερεότερα το είναι της. Και στον ιδεαλισμό όμως η ζωή μόνη της δεν έχει αξία. Η ιδέα δίνει αξία στην ζωή.

Ο πόνος είναι εκείνο που οδηγεί την ζωή στην εσωτερική της αρχή, και εσωτερική αρχή της ζωής είναι η ιδέα. Ο πόνος γίνεται πηγή του στοχασμού. Ο στοχασμός που έχει πηγή τον πόνο, ο στοχασμός, που είναι εξαγορασμένος με εσωτερικό μόχθο και σε αντίθεση προς τα κριτήρια του σώματος και των αισθήσεων, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως θάνατος. Η φιλοσοφία συνεπώς, που είναι η πραγματοποίηση αυτού του στοχασμού, που έχει πηγή τον πόνο, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως κίνηση της ψυχής από την ζωή προς τον θάνατο. Ο θάνατος όμως αυτός δεν είναι ο φυσικός, αλλά είναι ο θάνατος όλων των στοιχείων που είναι αντίθετα στην θεμελίωση της γνώσεως και της ηθικής αξίας της ψυχής. Ο θάνατος αυτός οδηγεί σε μια ανώτερη ζωή, ή καλύτερα στην πραγματική ζωή, που έχει και αυτή για θέατρο των αγώνων της τούτον τον κόσμο.

Σύμφωνα με αυτά το πρόβλημα το κεντρικό της φιλοσοφίας, αλλά και της ζωής, είναι η “μελέτη του θανάτου”. Η μελέτη όμως του θανάτου δεν έχει ως αντικειμενικό σκοπό τον θάνατο τον ίδιο, αλλά την ζωή στην πραγματική της αξία. Για αυτό η μελέτη του θανάτου που ζητάει ο Σωκράτης στο “Φαίδωνα” είναι ταυτόσημη με την μελέτη της ζωής. Το πρόβλημα της ζωής κρύβεται πίσω από το πρόβλημα του θανάτου στο “Φαίδωνα”. Το να θέλει ο φιλόσοφος να πεθάνει, και αυτό λέει ο Σωκράτης πρέπει να είναι το κύριο του μέλημα, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιθυμεί τον φυσικό του θάνατο. Υπάρχουν δύο είδη θανάτου, ο θάνατος που θα προκληθεί από το φαρμάκι που θα πιεί ο Σωκράτης και ο θάνατος που οδηγεί στην θέα της ιδέας. Ο θάνατος που έχει αξία είναι εκείνος που οδηγεί στην θέαση της ιδέας, είναι ο θάνατος που ζητάει η φιλοσοφία, ο θάνατος που τον δοκίμασε ο Σωκράτης σε όλη του την ζωή. Στον φυσικό θάνατο καταλήγουν όλα όσα ζουν – και ο άνθρωπος και τα ζώα – και ο άνθρωπος που έχει φτάσει στον προορισμό του και εκείνος που δεν κατόρθωσε να υψωθεί πάνω από την ποικιλία των αισθήσεων και να αγγίξει τον λόγο.

Όμως υπάρχει μια σχέση μεταξύ του φιλοσοφικού θανάτου και του σωματικού θανάτου. Ο φιλοσοφικός θάνατος, “το θνήσκειν” που είναι ο σκοπός της ζωής του φιλοσόφου στο “Φαίδωνα”, δεν σημαίνει μονάχα την απόσταση που παίρνει ο φιλόσοφος από την κοινή ζωή, και την σχέση του με την ιδέα, αλλά είναι και η αιτία που κάνει τον φιλόσοφο να μη λογαριάζει το φυσικό θάνατο. Για εκείνον που έχει πραγματώσει τον φιλοσοφικό θάνατο μέσα του, για εκείνον που ενώθηκε με την ιδέα, όσο τούτο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, ο φυσικός θάνατος δεν έχει πια την ίδια σημασία που έχει για τους πολλούς. Ο φυσικός θάνατος δεν είναι για αυτόν ένα τέρμα, αλλά ένα επεισόδιο μέσα στη ζωή του. Για αυτό ο άνθρωπος που έχει ζήσει φιλοσοφικά τον θάνατο, και αυτό σημαίνει ο άνθρωπος που έχει ζήσει την ζωή της ιδέας, είναι πάντα έτοιμος και για τον φυσικό, τον σωματικό θάνατο. Η ζωή του ανθρώπου που φιλοσοφεί γνήσια είναι και μια προετοιμασία για τον φυσικό θάνατο.

Ο Σωκράτης έτσι όπως παρουσιάζεται στο “Φαίδωνα”, ζει απόλυτα την ίδια στιγμή και τηn ζωή και τον θάνατο. Ο φυσικός αλλά και ο φιλοσοφικός του θάνατος δεν αποτελούν δύο αντίθετες κατευθύνσεις αλλά ένα γίγνεσθαι, μία κίνηση. Αν ο φιλοσοφικός θάνατος είναι η ανάβαση προς την ιδέα, τότε είναι αδύνατον και ο φυσικός θάνατος να είναι εμπόδιο προς την ανάβαση αυτήν. Τουναντίον ο φυσικός θάνατος θα καταργήσει ένα εμπόδιο για την απόλυτη θέα της ιδέας. Έτσι τον φυσικό θάνατο τον διακρίνει ο Σωκράτης από τον φιλοσοφικό. Όπως η φιλοσοφική ζωή είναι μια απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα – όσο είναι τούτο δυνατόν στον άνθρωπο – έτσι και ο φυσικός θάνατος του Σωκράτη θα σημαίνει μια τέτοια απελευθέρωση. Δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα. Εφόσον το ιδανικό τέρμα του φιλοσοφικού θανάτου είναι η ανάταση, η συλλογή της ψυχής και η θέα της ιδέας, από όπου φωτίζεται και η ζωή και αποκτά το νόημά της, δεν είναι δυνατόν ο φυσικός θάνατος να έρχεται σε αντίθεση προς αυτόν τον σκοπό. Για αυτό, το τρομερό για πολλούς ερώτημα τι τους περιμένει ύστερα από τον θάνατο, μέσα στην ψυχή του Σωκράτη μεταβάλλεται σε χαρούμενη προσδοκία. Ο Σωκράτης έχει την ελπίδα πως και μετά τον φυσικό του θάνατο δεν θα αλλάξει τίποτε μέσα του.

Ο τρόπος αυτός με τον οποίον ζει τον θάνατο ο Σωκράτης φανερώνει ότι το πρόβλημα της ζωής αντιμετωπίζεται εδώ απόλυτα. Ο θάνατος δεν έχει τη δύναμη να καταργήσει την ηθική αξία της ζωής. Τουναντίον από την σκοπιά του θανάτου γίνεται εδώ πρώτη φορά μια βαθειά ερμηνεία της ζωής και της αξίας της. Ο θάνατος, από αρνητικό γεγονός που ήταν ως τώρα, αποκτά θετική σημασία. Αυτή είναι μια καινούργια αλήθεια που μας αποκαλύπτει ο Πλατωνικός Σωκράτης στον “Φαίδωνα”. Ο θάνατος, όχι μόνον δεν είναι αρνητικό γεγονός, αλλά γίνεται βάση για να ερμηνευτεί η αξία της ζωής. Και όπως έχει η ζωή απόλυτη αξία όταν την ρυθμίζει η ιδέα, έτσι και ο θάνατος έχει απόλυτη αξία όταν είναι ένα παρακόλουθο του φιλοσοφικού θανάτου. Η αξία της ζωής είναι το κύριο πρόβλημα και μέσα στον φιλοσοφικό και μέσα στο φυσικό θάνατο. Για αυτό ο “Φαίδων” καταφάσκει την ζωή απόλυτα. Την αξία όμως της ζωής την βλέπει ο “Φαίδων” από μια καινούργια σκοπιά, την σκοπιά του θανάτου. Από την σκοπιά τούτη η ζωή και η αξία της παίρνει ένα καινούργιο βάθος που ήταν άγνωστο πριν μέσα στην ελληνική φιλοσοφία.

Ζωή και θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα στάδια που μέσα τους μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος την ζωή της ιδέας. Και η ζωή και ο θάνατος έχουνε ίση αξία, εφόσον ρυθμίζονται από την ιδέα. Για αυτό το ένα δεν είναι δυνατόν να καταργεί εκείνο που οικοδομεί το άλλο. Δεν είναι δυνατόν ο θάνατος να μηδενίζει την αξία της ζωής. Η ζωή που άρχισε να κινείται προς την ιδέα, που άρχισε να ανεβαίνει προς την ιδέα, δεν είναι δυνατόν να χάσει την αξία της από τον θάνατο. Αντίθετα και ο θάνατος είναι τόσο θετικό γεγονός ώστε αξίζει κανείς να πεθάνει. Ο Σωκράτης παραγγέλνει στον Εύηνο πως αν είναι αληθινός φιλόσοφος πρέπει να τον ακολουθήσει στο θάνατο. Όμως δεν πρέπει να καταφύγει στη βία, δεν πρέπει με άλλα λόγια να αυτοκτονήσει, γιατί ένας παλιός μύθος λέει ότι τούτο είναι αθέμιτο. ‘Ωστε από το ένα μέρος προτρέπει ο Σωκράτης τον Εύηνο να τον ακολουθήσει προς τον θάνατο, από το άλλο όμως νομίζει πως δεν πρέπει να προκαλέσει μόνος του τον φυσικό του θάνατο. Από τα λόγια αυτά του Σωκράτη φαίνεται ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι αρνητικό, αλλά θετικό. Δεν είναι όμως ο θάνατος κάτι που πρέπει κανείς να το προτιμήσει όπωσδήποτε από την ζωή. Είναι και αυτός ένα στάδιο του ανθρώπινου δρόμου. Ο Πλάτων για να σκορπίσει κάθε παρεξήγηση που θα ήταν δυνατόν να γεννηθεί από το διάβασμα του “Φαίδωνος” ότι τάχα ο Σωκράτης στον “Φαίδωνα” προτιμάει τον θάνατο παρά την ζωή, έλυσε από την αρχή του διαλόγου το ζήτημα της αυτόβουλης καταστροφής της ζωής. Η αυτόβουλη αφαίρεση της ζωής αποκρούεται, αν και ο Σωκράτης αφήνει την ζωή με μια σταθερή ελπίδα, θα έλεγε κανείς με μια πεποίθηση. Έτσι γίνεται από την αρχή του διαλόγου φανερό ότι η “μελέτη του θανάτου” κρύβει ένα πολύ βαθύτερο πρόβλημα και ότι δεν έχει καμία σχέση με την αυτόβουλη αφαίρεση της ζωής. Ο Σωκράτης αποκρούει από την αρχή του διαλόγου την αυτοκτονία με ένα ορφικό επιχείρημα. Σύμφωνα με έναν παλιό ορφικό λόγο είμαστε βαλμένοι μέσα σε μια φυλακή, μέσα στο σώμα, από τους θεούς και δεν έχουμε δικαίωμα να φύγουμε μόνοι μας από την φυλακή. Ο Σωκράτης προσθέτει ότι φύλακές μας είναι οι θεοί και ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε κτήματα των θεών. Έτσι μετριάζει κάπως τον φοβερό λόγο του Ορφισμού ότι είμαστε φυλακισμένοι μέσα στο σώμα σαν κατάδικοι. Όμως και η αντίρρηση του Κέβητος είναι πολύ εύλογη. Αν δεχθούμε ότι στην ζωή μας φροντίζουν οι θεοί, ότι φύλακες μας είναι οι θεοί, και ότι εμείς είμαστε κτήματα των θεών, τότε ο χαρούμενος θάνατος του φιλοσόφου εξηγείται. Ο φιλόσοφος είναι ο πιο φρόνημος. Πως είναι λοιπόν δυνατόν ο πιο φρόνημος να χαίρεται γιατί χάνει την φροντίδα των θεών; Πως είναι δυνατόν να φεύγει κανείς από την ζωή χαρούμενος, όπως κάνει ο Σωκράτης, αφού οι θεοί είναι οι προστάτες της ζωής; O Kέβης λέει ότι το αντίθετο θα έπρεπε να γίνεται, οι άφρονες και οι ανόητοι να φεύγουν από την ζωή με χαρά, ενώ οι φρόνημοι και οι φιλόσοφοι θα έπρεπε να αφήνουν την ζωή με βαθειά λύπη.

Στην αντίρρηση αυτήν που κάνει ο Κέβης απαντάει πολύ απλά ο Σωκράτης. Είναι λέει πεπεισμένος ότι και εκεί που θα πάει, άμα φύγει από εδώ, θα βρεί καλούς θεούς. Αυτή η πεποίθηση που έχει του δίνει το δικαίωμα να πεθαίνει ήσυχος. Έχει, εκτός αυτού, την ελπίδα ότι εκεί θα βρεί καλούς ανθρώπους. Για αυτό όμως δεν είναι βέβαιος. Μα για το πρώτο είναι απόλυτα βέβαιος, εκεί που θα πάει θα βρεί ασφαλώς την προστασία καλών θεών. Από την σκοπιά αυτή φαίνεται ο θάνατος σαν κάτι θετικό. Και η πεποίθηση τούτη συνέχει όλο τον διάλογο.

Και η ζωή και ο θάνατος είναι κάτω από την προστασία καλών θεών. Η καλοσύνη των θεών δίνει και στην ζωή και στον θάνατο θετική αξία. Όποιος δεν έχει πεποίθηση για την καλοσύνη αυτήν των θεών αυτός νομίζει πως μονάχα η ζωή έχει θετική αξία, ενώ ο θάνατος είναι αρνητικός. Είναι η βαθύτατη πεποίθηση του Πλάτωνος επάνω στην οποία στηρίζεται ο “Φαίδων” ότι η καλοσύνη, το αγαθό, είναι η ανώτατη αρχή. Το αγαθό όμως περιέχει και την ζωή και τον θάνατο. Ζωή και θάνατος είναι πάντα μαζί. Μέσα στην ζωή υπάρχει ο θάνατος και μέσα στον θάνατο υπάρχει η ζωή. Το ένα δεν μπορεί να χωρισθεί από το άλλο.

Θάνατος δεν είναι εκείνο που νομίζουν οι πολλοί, η τελευταία στιγμή της ζωής, αλλά ο παντοτινός συνοδός της ζωής. Είναι πολύ συγγενής με την ζωή ο θάνατος, όσο αντίθετος και αν φαίνεται. Την συγγένειά τους αυτήν την οφείλουν στην καλή θεότητα. Μέσα στην καλή θεότητα βρίσκουν και τα δύο την ενότητα των. Από την καλοσύνη εκείνη είναι δυνατόν να δικαιωθούν και τα δύο, και η ζωή και ο θάνατος. Από την καλοσύνη της θεότητας είναι δυνατόν και πρέπει να εκτιμήσει κανείς θετικά, όχι μονάχα την ζωή αλλά και τον θάνατο. Καλοί θεοί κυβερνούν τον θάνατο και καλοί επίσης θεοί κυβερνούν και την ζωή. Έτσι πρέπει να δώσει κανείς την κατάφαση του και στην ζωή και στον θάνατο. όταν έχει κανείς για σκοπιά την καλοσύνη αυτήν βλέπει την ζωή και τον θάνατο όχι αντίθετα αναμεταξύ των, αλλά φιλικά. Το να πεθαίνει κανείς δεν μπορεί να σημαίνει κακό, αφού και ο θάνατος έχει την καταγωγή του από την καλοσύνη. Όπως ο θάνατος δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την ζωή, έτσι και η ζωή κρύβει μέσα της το πρόβλημα του θανάτου. Το πρόβλημα του θανάτου δίνει βάθος και ένταση στην ζωή, γιατί για να φτάσει η ζωή σε αυτήν την ερμηνεία του προβλήματος πρέπει ως ένα σημείο να αρνηθεί τον εαυτό της, πρέπει να θυσιάσει κάτι από τον εαυτό της.

Για τον άνθρωπο που βλέπει τον θάνατο σαν εχθρό της ζωής, για τον άνθρωπο που βλέπει τον θάνατο όλως διόλου αρνητικά, δεν είναι δυνατόν η ζωή να αποκτήσει το πραγματικό της βάθος. Ο πλούτος της ζωής κερδίζεται σιγά σιγά αφού συμφιλιωθεί η ίδια με τον θάνατο και κατορθώσει από την σκοπιά του να ιδεί τον εαυτό της. Ο θάνατος, όταν τον ζεί η ζωή μέσα της, μεγαλώνει αφάνταστα την προοπτική της. Από την σκοπιά του θανάτου χάνει η ζωή όχι την αξία της, αλλά την ιδιοτέλεια της. Από την σκοπιά του θανάτου μεγαλώνει πολύ ο ορίζοντας της ζωής. Η ζωή άμα αποβάλλει την ιδιοτέλεια της, τότε γίνεται πραγματικό αγαθό, τότε γίνεται αξία απόλυτη. Η ζωή καταξιώνεται με την κατανόηση του θανάτου. Ο θάνατος είναι λοιπόν η μοναδική προϋπόθεση για να φτάσει η ζωή στο βάθος της και στην συνείδηση της αξίας της.

Η πεποίθηση ότι και την ζωή και τον θάνατο κυβερνάει μια θεία καλοσύνη είναι η αφετηρία για να θεμελιωθεί η αθανασία της ψυχής. Η ψυχή του αληθινού φιλοσόφου λέει ο Πλάτων στην Πολιτεία, θέλει να απλωθεί προς όλο το θείο και προς όλο το ανθρώπινο. Θέλει να φτάσει σε μια θέα όλου του χρόνου και όλου του όντος. Από την σκοπιά αυτήν χάνει όλως διόλου την αρνητικότητα που έχει για πολλούς ο θάνατος. Η σκοπιά αυτή είναι πέρα από τον θάνατο. Αλλά και ο ηθικός αγώνας μέσα στην ζωή έχει απόλυτη σημασία. Η αξία του ανθρώπου που αγωνίσθηκε για την αλήθεια ξεπερνάει τα όρια του πεπερασμένου χρόνου και τόπου. Ώστε η ψυχή είναι αθάνατη γιατί καταγίνεται με την αλήθεια, είναι αθάνατη γιατί η ιδέα, για την πραγμάτωση της οποίας μάχεται, είναι πέρα από χρόνο και τόπο. Κάθε μεγάλη απόφαση της ψυχής, κάθε ηθική νίκη, κάθε κατάκτηση της ιδέας από την ψυχή, καταργεί την χρονικότητα. Η αιωνιότητα δεν είναι κάτι που κερδίζεται χωρίς αγώνα, δίχως μόχθο.

Ο αγώνας της ψυχής μέσα στον χρόνο για την κατάκτηση της ιδέας έχει για τον Πλάτωνα απόλυτη σημασία. Η ζωή είναι για τον άνθρωπο, για την ψυχή του ανθρώπου, ένα χρέος. Το χρέος αυτό συνίσταται στην πραγμάτωση της ιδέας. Το χρέος αυτό έχει απόλυτη σημασία και για αυτό τα αποτελέσματα της θετικής καθώς και της αρνητικής αντιμετωπίσεως του χρέους αυτού είναι μόνιμα. Η αντίθεση μεταξύ θετικού και αρνητικού, που έχει την αιτία της στην σχέση ή μη της ψυχής με την αλήθεια, είναι μια αντινομία που δεν καταργείται με τον θάνατο. Ο Πλάτων για να εκφράσει αυτήν την αντινομία καταφεύγει στο μύθο. Ο Ορφισμός του πρόσφερε τον ανάλογο μύθο, που ο Πλάτων του έδωσε καινούργιο βάθος. Στο τέλος μερικών διαλόγων, που έχουν σημασία καθαρά ηθική, όπως είναι ο “Γοργίας”, η “Πολιτεία” και ο “Φαίδων”, ο Πλάτων, έπειτα από την διαλεκτική έρευνα του προβλήματος της ηθικής αξίας της ζωής, φωτίζει μυθικά όλη την διαφορά που διαπίστωσε ο λόγος μεταξύ αγαθού και κακού. Με τον μυθικό του λόγο ο Πλάτων υπερβάλλει την αντίθεση αυτήν, που υπάρχει μέσα στην ζωή, την υπερεντείνει. Από μέσα από τον χρόνο, όπου υπάρχει, την προβάλλει και μέσα στην αιωνιότητα. Στην αντινομία μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας δίνει ο Πλάτων απόλυτη σημασία. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς από τον μύθο του Πλάτωνος, ο οποίος παρακολουθεί το ηθικό πρόβλημα της ψυχής και μετά τον θάνατο.

Μεταχειρίζεται ο Πλάτων τα σύμβολα της ορφικής θρησκείας για να παρουσιάσει την σοβαρότητα που έχει για αυτόν το πρόβλημα της ηθικής αξίας της ζωής.

Η σχέση του Πλάτωνος με την ορφική θρησκεία και τον ορφικό μύθο δεν είναι η σχέση πιστού, αλλά ανθρώπου που στέκει πάνω, παρατηρεί και παίρνει ότι θετικό απο κάθε θρησκεία της εποχής του. Το γεγονός ότι μεταχειρίζεται τα εκφραστικά σύμβολα του ορφικού μύθου δεν σημαίνει ότι ο Πλάτων νόθευσε την φιλοσοφική του ηθική με την ηθική ενός δόγματος, όπως είπαν πολλοί. Ο ορφικός μύθος στα χέρια του Πλάτωνος είναι μονάχα εκφραστικό όργανο. Ο μύθος είναι για τον Πλάτωνα ένας καινούργιος τρόπος λόγου που δίνει αισθητική εικόνα σε κάτι που δεν εξαντλείται λογικά. Ο μύθος είναι ένα σταμάτημα που γίνεται επάνω στον δρόμο της διαλεκτικής, με σκοπό να εκφράσει εικονικά, πλαστικά, αισθητά, απλά το νόημα που έχει η ψυχή και η ζωή της. Ο μύθος είναι έργο τέχνης. Όπως ένα καλλιτέχνημα μας δίνει μια αισθητή παράσταση, μας φανερώνει αισθητά ένα βαθύτερο νόημα, έτσι και ο μύθος μας αποκαλύπτει αισθητά, με σύμβολα του αισθητού κόσμου τις διαστάσεις της ψυχής, τα βάθη της ψυχής. Ο μύθος ανοίγει μια καινούργια προοπτική για την εσωτερικότητα του ανθρώπου.

Η συγκλονιστική διδαχή του Πλατωνικού μύθου, και ιδιαίτερα των μύθων των τριών μεγάλων διαλόγων που αναφέραμε, είναι ότι η ψυχή έχει ρίζες που φθάνουν ως την αιωνιότητα. Ότι κάνει η ψυχή εδώ κάτω έχει τον αντίκτυπό του ως την αιωνιότητα. Τόση είναι η σοβαρότητα που έχει για τον Πλάτωνα το πρόβλημα της ζωής. Ο τρόπος του βίου, οι πράξεις και οι αποφάσεις της ψυχής, έχουν αιώνια σημασία. Η ψυχή είναι δυνατόν να γίνει θέατρο ηθικών αγώνων, μέσα στην ψυχή είναι δυνατόν να σχηματισθεί ένας κόσμος ηθικός, αν η ρίζα της είναι αθάνατη, αν η αθανασία είναι ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται η ουσία της ψυχής. Αν τίποτε δεν χάνεται από μέσα της, από την ψυχή, αν η ίδια είναι αθάνατη, τότε αξίζει να μάχεται κανείς για τα αγαθά της ψυχής. Και αν η ψυχή είναι αθάνατη τότε ακριβώς έχει ανάγκη από φροντίδα όχι μόνον για τον περιορισμένο καιρό της ζωής αλλά για πάντα. Ο θάνατος δεν είναι δυνατόν να σβήνει ούτε το καλό ούτε το κακό. Αν ο θάνατος ήταν και θάνατος της ψυχής τότε θα ήταν ευτύχημα μεγάλο για τους κακούς, γιατί μαζί με την ψυχή τους θα έχαναν και το κακό που έπραξαν. Η αθανασία αυτής της ψυχής και των κακών ανθρώπων έχει τούτο το νόημα, ότι μια μονάχα διέξοδο έχουν και αυτοί για να λυτρωθούν από το κακό, τον δρόμο της εκούσιας αλλαγής της ζωής.

Η έννοια της αθανασίας δίνει λοιπόν μεγάλο βάθος στο ηθικό πρόβλημα της ζωής, η αθανασία δεν είναι κάτι άσχετο από την αρετή και την κακία της ψυχής. Αθάνατη είναι και η αρετή και η κακία, εφόσον η ψυχή την καταφάσκει. Τα έργα της ψυχής είναι αθάνατα, την παρακολουθούν αιώνια. Ο θάνατος όχι μόνον δεν σβήνει τα έργα αυτά, αλλά τα αποκαλύπτει. Μετά τον θάνατο, έτσι λέει ο μύθος του Γοργία, φανερώνεται πραγματικά η ψυχή, γιατί δεν καλύπτει το σώμα. Ο θάνατος αποκαλύπτει το Eίναι της ψυχής.

Μεγάλη σημασία έχει εκείνο που λέει η Λάχεσις στην “Πολιτεία” για την εκλογή των κλήρων της ζωής, όταν οι ψυχές πρόκειται να κάνουν έναν καινούργιο κύκλο της γήϊνης ζωής. “Oυχ ημας δαίμων λήξεται, αλλά υμεις δαίμονα αιρήσεσθε, αρετή δε αδέσποτον, ήν τιμων και ατιμάζων πλέον και έλαττον αυτης έκαστος έξει, αιτία ελομένου θεός αναίτιος“. Ο δαίμων, που θα είναι συνοδός της ζωής της ψυχής, δεν πρόκειται ο ίδιος να την διαλέξει. Αλλά η ψυχή θα διαλέξει τον δαίμονα, τον συνοδό της, η αρετή δεν έχει κανένα δεσπότη, δεν είναι στην κυριαρχία κανενός. Τιμώντας κανείς ή ατιμάζοντας την αρετή θα γίνει μέτοχός της. Την ευθύνη την έχει εκείνος που διαλέγει, ο θεός δεν έχει καμία ευθύνη. Η εκλογή των κλήρων της ζωής γίνεται έπειτα από ελεύθερο ζύγισμα που κάνει η ψυχή μόνη της. Η ψυχή είναι ελεύθερη να διαλέξει τον κλήρο της καινούργιας της ζωής. Από την φρονιμάδα της και την ηθική της ωριμότητα εξαρτάται η καλή εκλογή. Ο κίνδυνος είναι βέβαια μεγάλος, γιατί η ψυχή έχει μπροστά της μια απέραντη ποικιλία βίων που της προσφέρονται. Υπάρχουνε κλήροι λογιών-λογιών. Υπάρχουνε κλήροι γεμάτοι δόξα, ομορφιά και δύναμη, και κλήροι ζωής αδίκων και άνομων μεγαλείων που το τέλος τους είναι πάντα η καταστροφή. Μέσα από την ποικιλία αυτήν η ψυχή έχει να διαλέξει τον κλήρο της νέας της ζωής.

Αλλά και αν ακόμα εκλέξει κλήρο άξιο προς τον προορισμό της, τότε η εκλογή αυτή της επιβάλλει ένα βαρύ χρέος. Η ψυχή έχει χρέος τον άξιο αυτόν κλήρο της να τον καλλιεργήσει. Όποια ψυχή έρχεται στην ζωή με τέτοιο κλήρο έχει χρέος να μορφωθεί. Όχι να μείνει μέσα στις σκιές των πραγμάτων και να νομίζει πως τούτο είναι γνώση, ούτε να σταματήσει μέσα στις κλίσεις της, αλλά να μορφωθεί έτσι ώστε όλα αυτά να υπερπηδηθούν. Η μόρφωση αφορά εδώ τον πυρήνα της ψυχής, το λογικό και ηθικό της μέρος. Η παιδεία είναι το βαρύ χρέος που έχει η ψυχή εκείνη που διάλεξε καλό κλήρο. Και όσο πιο καλός είναι ο κλήρος τόσο και πιο μεγάλο το χρέος της ψυχής.

Ο μύθος αυτός για την ελεύθερη εκλογή του κλήρου από την ψυχή δίνει στην αθανασία και ένα βαθύ νόημα. Όλοι οι άλλοι μύθοι του Πλάτωνος που είναι σχετικοί με την αθανασία της ψυχής μιλάνε για αμοιβή και τιμωρία ύστερα από τον θάνατο. Η ανταπόδοση αυτή είναι παρακόλουθο της αθανσίας της ψυχής. Ο μύθος όμως αυτός της Πολιτείας τοποθετεί εκεί, πέρα από τούτην την ζωή, όχι μονάχα την αμοιβή και τιμωρία, αλλά και την προϋπόθεση για αυτά – δηλαδή την ελεύθερη απόφαση της ψυχής. Η βούληση αποφασίζει ελεύθερα, πριν η ψυχή έρθει σε αυτήν την ζωή, και διαλέγει και τον κλήρο της. Με τον μύθο αυτόν φαίνεται ότι όχι μονάχα οι πράξεις, τα έργα έχουν απόλυτη σημασία για την άλλη ζωή, όπως διδάσκει ο μύθος του Γοργία, αλλά ότι και η αρχή της ζωής, η αρχή του δρόμου της ζωής έχει απόλυτη σημασία. Και για αυτό γίνεται και αυτή πέρα από τον χρόνο, με τα λόγια του μύθου όχι σε τούτη τη ζωή. Με άλλα λόγια οι μεγάλες αποφάσεις της ζωής, τα μεγάλα γεγονότα μέσα στη ψυχή που μάχεται για την ηθική της ολοκλήρωση γίνονται πέρα από τις εφήμερες κλίσεις, πέρα από την σφαίρα του χρόνου. Η ψυχή για να βρεί τον πραγματικό της κλήρο, για να ανακαλύψει τον αληθινό πυρήνα του εαυτού της, πρέπει να φύγει από την χρονικότητα, πρέπει να αρνηθεί ως ένα βαθμό αυτό που λέγεται ζωή.

Αυτό όμως δεν σημαίνει υποτίμηση της ζωής. Η ζωή της ψυχής μέσα στον χρόνο δεν είναι κάτι που πρέπει να απορριφθεί. Ο ίδιος μύθος λέει ότι εδώ κάτω, σε τούτην εδώ την ζωή, γίνεται μεγάλη εργασία και πως η εργασία αυτή έχει μεγάλη σημασία για την απόφαση που θα πάρει εκεί πέρα η ψυχή, για την εκλογή που θα κάνει.

Η ζωή αυτή εδώ και η ζωή εκείνη πρέπει να αποκτήσουν μια ενότητα. Μέσα στην ελεύθερη βούληση δεν πρέπει να υπάρχει αντινομία μεταξύ του εδώ και του εκεί. Όμοια είναι ο Σωκράτης πεισμένος ότι δεν μπορεί για αυτόν τίποτε να αλλάξει άμα πεθάνει. Εκείνοι που έγιναν καθαροί με την φιλοσοφία κατοικούνε εκεί μέσα σε ωραίες κατοικίες, ελευθερωμένοι από την γήινη φυλακή. Δηλαδή η εδώ ζωή είναι απόλυτα συναρτημένη με την εκεί, όπως και εκείνη η ζωή έχει απόλυτη σημασία για τούτη την ζωή. Ο Σωκράτης και μέσα σε τούτη την ζωή έφθασε στην ελευθερία από το σώμα, ελευθερώθηκε από την φυλακή αυτή, δεν είναι δεμένος μέσα στο σώμα, όπως οι πολλοί, που αν ήταν στην θέση του, θα είχαν δραπετεύσει από την φυλακή θα ακολουθούσαν δηλαδή το σώμα, και έτσι θα ήταν δούλοι του σώματος.

Ο Σωκράτης είναι τόσο ελευθερωμένος από το σώμα του, ώστε το μεταχειρίζεται για να εκτελέσει την ελεύθερη απόφαση που πήρε με την βούληση του την ηθική, να μείνει μέσα στη φυλακή, να περιμένει τον θάνατο και να τον υποστεί. Τόσο ελευθερωμένος είναι ο Σωκράτης από το σώμα. Γι αυτό είναι βέβαιος πως ο θάνατος δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε μέσα του, δηλαδή μέσα στην ηθική του ύπαρξη. Ο θάνατος το πολύ που θα κάνει, είναι να δείξει πιο καθαρά εκείνο που πραγματικά υπάρχει, εκείνο που αποτελεί μέσα του τον ηθικό και πνευματικό άνθρωπο. Και αφού η απελευθέρωση από το σώμα εδώ σε τούτη την ζωή φέρνει ευδαιμονία στην ψυχή, είναι βέβαιος ότι η τελική λύση από το σώμα θα φέρει πιο μεγάλη και πιο καθαρή ευδαιμονία.

Η απελευθέρωση από το σώμα σε τούτη εδώ την ζωή, που μέσα στο Φαίδωνα χαρακτηρίζεται ως θάνατος, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φιλοσοφική ανάπτυξη της ψυχής. Ο πόθος να χωρισθεί η ψυχή από το σώμα, που διέπει τον διάλογο, δεν είναι λαχτάρα της ψυχής για τον θάνατο το φυσικό, αλλά είναι η τάση εκείνη της ψυχής να φτάσει στον καθαρό λόγο, να ελευθερωθεί από την αίσθηση, να μαζευτεί στον εαυτό της, να φτάσει στην καθαρή γνώση. Η φιλοσοφία βρίσκει την ψυχή δεμένη στο σώμα. Ο μύθος του σπηλαίου στην Πολιτεία εκφράζει παραστατικά την φυλάκιση αυτής της ψυχής μέσα στο σώμα. H ψυχή μέσα από το σώμα δεν μπορεί να δεί τα πραγματικά όντα. Κυλιέται μέσα στην άγνοια. Κάθε σωματικό πάθος καρφώνει τη ψυχή στο σώμα και την αναγκάζει να κρίνει και για την αλήθεια όπως κρίνει και για το σώμα. Η ομοφωνία της αυτή με το σώμα εμποδίζει την ψυχή να πάει στον Άδη, δηλαδή να ανέβει εκεί όπου είναι η καθαρή ιδέα.

Η κίνηση της ψυχής προς τον θάνατο, η κίνηση της προς τον Άδη, δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά η κίνηση προς την ιδέα. Ο θάνατος έχει λοιπόν στον Φαίδωνα θετική σημασία. Θάνατος είναι ο δρόμος που οδηγεί την ψυχή στην τελείωσή της, ηθική και πνευματική. Μέσα σε αυτόν το θάνατο βρίσκει η ψυχή τον εαυτό της. Και όμως δεν πρόκειται εδώ για μια άρνηση της ζωής, της αληθινής ζωής. Ο τρόπος με τον οποίον πεθαίνει ο Σωκράτης μας πείθει για το αντίθετο. Το βλέμμα του Σωκράτη και τώρα που πεθαίνει είναι στραμμένο προς τη ζωή, προς το ιδανικό της ζωής. Ο σκοπός της ζωής είναι το πρόβλημα του “Φαίδωνος”. Ο σκοπός όμως αυτός της ζωής θεωρείται εδώ από την σκοπιά του θανάτου. Γι αυτό η φιλοσοφική προσπάθεια, που γίνεται μέσα στον “Φαίδωνα”, δεν είναι μια κίνηση προς τον πραγματικό θάνατο, αλλά μια κίνηση προς την ζωή. Στον Φαίδωνα έχουμε τον άνθρωπο που είναι απόλυτα προσηλωμένος στην αλήθεια της ζωής. Και για αυτό είναι βέβαια απομακρυσμένος από την κοινή ζωή. Με τον θάνατο του ο Σωκράτης δεν απομακρύνεται από την ζωή του, αλλά επικυρώνει τον τρόπο της ζωής του. Όλη του η ζωή ήταν μια μάχη για την ιδέα του αγαθού. Αυτή η ιδέα τον διέπει και τώρα που πεθαίνει. Ο θάνατος με άλλα λόγια δεν αλλάζει το κέντρο της ζωής του Σωκράτη, αλλά το φανερώνει ακόμα πιο καθαρά. Ο θάνατος γίνεται στον “Φαίδωνα” μια καινούργια σκοπιά για να φανερωθεί ο σκοπός της ζωής που βρίσκεται μέσα στην ιδέα του αγαθού.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close