Επιστροφή Στην Ελλάδα

ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ(MEΡΟΣ Α’)

Όσον αφορά στην μία και μοναδική ζωή, η γέννηση προηγείται απαραιτήτως του θανάτου. Αν όμως δεχθούμε την αρχή της μεταβάσεως της ψυχής από ένα σώμα σε κάποιο άλλο, τότε ο θάνατος είναι πού προηγείται της γεννήσεως. Η πίστη στην διατήρηση της ψυχής, σε μίαν άλλη μορφή μετά τον θάνατο, διακατέχει την αρχαία ελληνική σκέψη.

Στις αρχαίες Μυκήνες, όπως έδειξαν οι ανασκαφές στον τάφο του Αγαμέμνωνος, οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι νεκροί εξακολουθούσαν να έχουν μέσα στους τάφους τους τις ανάγκες πού είχαν όταν ήσαν ζωντανοί, γι’ αυτό και τους έθαβαν με πολλά από τα προσωπικά τους αντικείμενα. Ο Όμηρος αφηγείται ότι οι νεκροί ζούνε όλοι μαζί σε έναν χώρο θλιβερό και ζοφερό σαν τάφο, στο βασίλειο του Θεού Άδη και της Θεάς Περσεφόνης.

Η ψυχή, κατά τον Όμηρο, ήταν σαν ένα είδος πνοής ή ατμού πού έδινε ζωή στο σώμα, όμως και η ίδια με την σειρά της εξαρτιόταν από το σώμα, σχετικά με την καλή της κατάσταση. Με τον θάνατο, όταν το σώμα χανόταν, η ψυχή έφευγε μακριά, ψελλίζοντας περίεργα σε μία κατάσταση μερικώς αδιευκρίνιστη. Αυτός, ό σχεδόν σκοτεινός κόσμος, δείχνει να τρομάζει τον Αχιλλέα, όταν το φάντασμά του λέει στον Οδυσσέα: «Κάλλιο στην γή, στην δούλεψη φτωχού, δίχως βιός, παρά στον Άδη, βασιλέας να λέγομαι όλων των νεκρών». Οι επικοί ποιητές, πίστευαν ότι ορισμένοι ήρωες, ευνοούμενοι των θεών, νικούσαν τον θάνατο και μεταφέρονταν στα Νησιά των Μακάρων ή στα Ηλύσια Πεδία, στην άλλην μεριά του κόσμου!

Ο Μενέλαος, μόνο και μόνο για τον γάμο του με την Ελένη, πήγε στα Ηλύσια Πεδία. Επίσης στα Ελευσίνια Μυστήρια, δινόταν η υπόθεση προς τους μυημένους, για μία ζωή καλύτερη μετά τον θάνατο, όπου και εκεί όμως θα έπρεπε να τελούν τα Μυστήρια. Το ίδιο επίσης ο Θέογνις, η Σαπφώ και ο Πίνδαρος, πίστευαν σε μία τελική κρίση των ψυχών, όπου άλλες ανταμείβονταν και άλλες τιμωρούνταν. Μάλιστα ο Πίνδαρος εξέφρασε δύο θεωρίες σχετικά με την επανενσωμάτωση της ψυχής, όπου η μία αφορούσε τις δοκιμασίες των ηρώων και η άλλη την αρετή των σοφών. Ο Πλάτων συμφώνησε και με τις δύο, διότι αυτές εκφράσουν το ιδανικό αξιακό πρότυπο της σωστής Πολιτείας. Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αι., μέσα στο ποίημά του «Καθαρμοί», αναφέρει για τον Κύκλο της ψυχής με τα τέσσερα στάδια. Ο Ιππόλυτος πίστευε, πώς ο Εμπεδοκλής πρέσβευε, την εκ νέου απορρόφηση στον «Ιερό Νού». Ο Πυθαγόρας τον 6ο αι. θεωρούσε, σύμφωνα με όσα γράφει ο Πορφύριος, ότι η ψυχή είναι αθάνατη και πρέπει να υποστεί μία διαδικασία εξαγνισμού, μέσα από διαδοχικές ενσωματώσεις, με τελικό στόχο την εκμηδένιση του Εαυτού και την επανένωση με το Θείο στοιχείο. Ο 5ος αιώνας κλείνει με τον θάνατο του Σωκράτους, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι τίποτε δεν δύναται να βλάψει έναν καλό άνθρωπο και ότι ο θάνατος δεν είναι παρά ένας ύπνος βαθύς, δίχως όνειρα, ένας ύπνος όπου η ψυχή βιώνει μία βαθιά γαλήνη και ευδαιμονία, ώσπου ενώνεται με τους Θεούς και με τους αθάνατους ήρωες.

Τελικά μένει ο Πλάτων, πού σε αυτόν πέφτει το βάρος της συνδέσεως όλων των διδαχών και θέσεων, ώστε να συνδέσει και να ολοκληρώσει τις φιλοσοφικές βάσεις για όλα τα θέματα. Η θέση του Πλάτωνος, σχετικά με την θεωρία της αναμνήσεως, πού αναπτύσσει στον διάλογο «Μένων», ότι δηλαδή όλη η γνώση ενυπάρχει σε λανθάνουσα μορφή μέσα στην ψυχή, διότι η ίδια έχει θεαθεί την Αλήθεια, και στην μη ενσωματωμένη κατάσταση αλλά και σε προηγούμενες ζωές, καθώς επίσης και η πίστη του σχετικά με την αθανασία της Ψυχής, πού εξηγεί στον διάλογο «Φαίδων», αποτελούν ξεκάθαρα Πλατωνικές προεκτάσεις, στηριζόμενες όμως και σε θέματα ηθικής και γνώσεως. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, στον διάλογο «Φαίδων», με τον οποίον ο Σωκράτης, την ημέρα της εκτελέσεώς του, όπου αντί να αναπτύξει το θέμα της αθανασίας της Ψυχής, το ενδιαφέρον και ο προβληματισμός του στρέφονται γύρω από την τέχνη του ευ ζήν και όχι την μοίρα της Ψυχής μετά τον θάνατο. Διότι, όσοι κατά την διάρκεια του βίου τους, δεν έχουν διόλου προσπαθήσει να αποκτήσουν, έστω κάποια εμπειρία, σχετικά με τον διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα, ώστε τα μόνα τους ενδιαφέροντα να στρέφονται πάντα γύρω από ματαιόδοξες φιλοδοξίες, από την απόκτηση κυρίως υλικών αντικειμένων, γύρω από ηδονικές στιγμές ή μίζερες λύπες, αυτοί καταλήγουν να φέρουν ψυχές βαριές και χονδροειδείς, ψυχές χωρίς ευγένεια και καλοσύνη, άδικες και σκλαβωμένες από τις έλξεις του σώματος. Όλοι αυτοί λοιπόν, μετά τον διαχωρισμό, σώματος και ψυχής, το μόνο πού έχουν κερδίσει είναι η μορφή κάποιου ζώου, χάνοντας έτσι το προνόμιο πού είχαν, προκειμένου να ολοκληρώσει η ψυχή τους τον κύκλο της αποθεώσεώς της.

Αυτό το προνόμιο, το διαχειρίζονται σωστά μόνον όσων οι ψυχές, δέχονται μία αγωγή σύμφωνη προς τον αληθινό σκοπό, ο οποίος είναι η επανένωσή τους με το Θείο στοιχείο. Στον ίδιον διάλογο εξηγείται, πώς κάθε ανθρώπινη πράξη έχει και τις συνέπειές της, και πώς ο άδικος άνθρωπος πού πιστεύει, ότι στην διάρκεια του βίου του θα καταφέρει να γλυτώσει το σώμα του από τους επίγειους διώκτες του, δεν θα γλυτώσει όμως η ψυχή, από το δικαστήριο των Θεών. Την εποχή εκείνην, όπου πολλές πόλεις τις διοικούσαν τύραννοι και οι φρικαλεότητες ήσαν ασταμάτητες, άνθρωποι πού βρίσκονταν σε καταπίεση, δίχως να μπορούν να εκφρασθούν, έπαιρναν θάρρος από αυτά τα λόγια και επέλεγαν τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής, προκειμένου να αντλήσουν δύναμη, σκέψη και εσωτερική ισορροπία. Ο κόσμος θα είναι πάντα σκοτεινός, όσο οι άνθρωποι αμελούν τις ψυχές τους.

Η επιχειρηματολογία του Σωκράτους, σχετικά με την αθανασία της ψυχής, ξεκινά από την αρχή, ότι τα αντίθετα προέρχονται από τα αντίθετα και πώς ανάμεσα σε κάθε ζεύγος αντιθέτων υπάρχουν κυκλικές διαδικασίες. ‘Όπως το αδύναμο είναι το αντίθετο του ισχυρού, έτσι και η ζωή είναι το αντίθετο του θανάτου, καθώς επίσης το ένα γεννάται από το άλλο. Ο Πλάτων αμφισβητεί το γεγονός ότι η διαδικασία της γενέσεως είναι γραμμική, διότι τότε καθετί θα τελείωνε με τον θάνατο και όλοι θα καταλήγαμε στον αιώνιον ύπνο. Σε ότι αφορά την θεωρία της αναμνήσεως, ο Σωκράτης αναφέρει πώς η διαδικασία της μαθήσεως, δεν είναι παρά ενθύμηση όλων όσων η ψυχή γνώρισε σε μία προηγούμενη κατάσταση, γι’ αυτό αναπτύσσει το παράδειγμα της συγκρίσεως των δύο ράβδων, πού έχουν να κάνουν με την ιδέα της ισότητος, ώστε να αποδείξει την θεωρία αυτήν. Σύμφωνα με το παράδειγμα ο νούς, αναγνωρίζει την αρχή της απόλυτης ταυτότητος, ωστόσο η ισότητα των αντικειμένων είναι ατελής, εξ αιτίας των αισθήσεων, ενώ η ιδέα της απόλυτης ισότητος είναι αναλλοίωτη και αιώνια. Σκοπός του Σωκράτους είναι φυσικά να υποδείξει, πώς απώτερος στόχος της φιλοσοφικής μελέτης, αποτελεί η προσπάθεια ορισμού των Ιδεών, ως πρότυπα αιώνια και αμετάβλητα, διότι ενώ αυτές είναι πάντα σταθερές, η πληθώρα των πραγμάτων στα οποία αποδίδουμε τα ίδια ονόματα με τις Ιδέες, μεταβάλλονται αδιάκοπα.

Όλα τα μεταβλητά πράγματα, αγγίζονται, βλέπονται, γίνονται αντιληπτά με την μία ή την άλλην αίσθηση και όλα τα αμετάβλητα πρότυπα συλλαμβάνονται μόνον μέσω της νοήσεως (διανοίας λογισμώ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνεται ένα ζεύγος γνωρισμάτων των αντικειμένων, αυτά πού είναι αόρατα και αμετάβλητα και εκείνα πού είναι ορατά και μεταβαλλόμενα. Δεν θα αποτελούσε δυσκολία ώστε κάποιος να απαντήσει στον προβληματισμό, σε ποιόν από τους παραπάνω να αντιστοιχίσει το σώμα και την ψυχή.

Προφανώς το σώμα είναι ορατό (αισθητό) ενώ η ψυχή είναι αόρατη (μη-αισθητή). Σε ότι αφορά στα άλλα δύο γνωρίσματα, μαθαίνουμε πώς όταν η ψυχή αφήνεται να βασίζεται στα όργανα των αισθήσεων για την όποια έρευνά της, βρίσκει τα αντικείμενα που μελετά συνεχώς να μεταβάλλονται, με αποτέλεσμα να λησμονεί τον δρόμο της και να χάνεται (πλανάται) ανάμεσά τους.

Όταν όμως η ψυχή, βασίζεται στην δική της αυτοφυή νόηση, και στρέφεται σε καθορισμένα, αμετάβλητα αντικείμενα, τότε ανακαλύπτει ανάμεσά τους τον δρόμο της. Αυτή ακριβώς η κατάσταση ονομάζεται «σοφία» ή νοημοσύνη (φρόνησιν). Άρα λοιπόν η ψυχή, ανήκει στα αμετάβλητα και το σώμα στα μεταβλητά.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close