Επιστροφή Στην ΕλλάδαΙδεολογία

ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ Β’)

Ο Κέβης και ο Σιμμίας, συνομιλητές του Σωκράτους στον διάλογο, διατυπώνουν αντιρρήσεις σχετικά με το κατά πόσο, αυτό το επιχείρημα της αναμνήσεως από μόνο του, αποδεικνύει την ύπαρξη της ψυχής. Ο Σωκράτης τους προτείνει να συνδέσουν το θέμα της αναμνήσεως με εκείνο της κυκλικότητος, σύμφωνα με το οποίο, οι ζωντανοί έρχονται από τους νεκρούς, έτσι ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν τα περί της Αθανασίας της ψυχής και συνεχίζει, συγκρίνοντας την φύση της ψυχής με εκείνην του σώματος, λέγοντας ότι η φύση της ψυχής είναι, να μένει αμετάβλητη και συναφής με τις αιώνιες ιδιότητες των Μορφών, αυτή ουσιαστικά κυβερνάει το σώμα, καθώς είναι η απεικόνιση του Θείου στοιχείου. Από την άλλην το σώμα, είναι το θνητό μέρος πού είναι ικανό να εκφυλισθεί από τις ίδιες του τις επιθυμίες. Ο Σιμμίας εξακολουθεί, να μην έχει πεισθεί και προτείνει την πιθανότητα να είναι η ψυχή, κάποιο είδος πού εναρμονίζει κατά κάποιον τρόπο τα πράγματα μέσα στο σώμα, αλλά εξαφανίζεται όταν το σώμα πεθαίνει.

Αυτό όμως, το παράδειγμα καθίσταται ατυχές, διότι η ίδια η «εναρμόνησις» αποτελεί αποτέλεσμα και όχι αιτία, άρα ο ρόλος της ψυχής δεν μπορεί να είναι αυτός, διότι εκείνη είναι αιτία αυτή καθεαυτή. Κοντολογίς, η βασική πρακτική ενός φιλοσόφου πού επιθυμεί να φθάσει στον εξαγνισμό, η ουσιαστική διαδικασία στην πορεία προς την Αθανασία, βρίσκεται στην ενδυνάμωση της ψυχής έτσι ώστε να μπορεί να αντιστέκεται στις διαθέσεις του σώματος. Ο Σωκράτης επιστρέφει στην θεωρία των Ιδεών, για να υπενθυμίσει στους συνομιλητές του, ότι υπάρχει μία ανεκδήλωτη, μοναδική, καθώς και αμετάβλητη Ιδέα, η οποία είναι η αιτία κάθε εκδηλωμένης μορφής, είτε εκδηλωμένης υλικά ως σώμα (φυσικός κόσμος), είτε στον νού ως ιδέα (διάνοια). Αυτή λοιπόν η αιτία, μπορεί να γίνει γνωστή μόνον από την νόηση ή την καθαρή (αντικειμενική) αντίληψη, όχι όμως από τις αισθήσεις. Γι’ αυτό λέγεται, ότι κάτι πού είναι ωραίο, μετέχει στην Ιδέα του Ωραίου καθεαυτού, όπως λόγου χάριν όταν αντικρίζοντας την κορυφή του Ολύμπου, έναν γέρικο πλάτανο ή ακόμη αγάλματα ωραία, πού κάποιος τεχνίτης τους απέδωσε Μορφή, ή ένα ξίφος πού από απλό μέταλλο μέσα από την φωτιά, τώρα έγινε πολεμικό σύμβολο, τότε αυτομάτως αισθανόμαστε κάποιο δέος, λόγω συναισθηματικής φορτίσεως, αλλά την ίδια την αιτία, μόνον μέσω της καθαρής νοήσεως μπορούμε να γνωρίσουμε.

Αυτό σημαίνει πώς όλα τα φαινόμενα έχουν έναν ουσιώδη χαρακτήρα, πού μετέχει σε μία ειδική Μορφή και δεν συμβιβάζονται ποτέ σε κάποια άλλην αντίθετη. Έτσι παρόμοια, αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό για μία ψυχή, το να είναι ζωντανή και να μετέχει στην Μορφή της Ζωής και όχι στην Μορφή του Θανάτου, και έτσι ακριβώς και η ζωή αποκλείει τον θάνατο. Άρα το αθάνατο είναι αιώνιο, οπότε η ψυχή δεν χάνεται με τον ερχομό του θανάτου, αλλά μετακινείται. Αυτό είναι το κεντρικό επιχείρημα , με το οποίο ο Πλάτων με αυτόν τον περίτεχνο τρόπο, επιδιώκει την λογική απόδειξη περί αθανασίας της ψυχής, και όπου ως λειτουργικό πρότυπο χρησιμοποιεί την θεωρία της κυκλικότητος, της ισότητος και της αναμνήσεως.

Με την θεωρία της κυκλικότητος, θέλει να μεταφέρει την εικόνα σχετικά με το ταξίδι της ψυχής, της προόδου αυτής και της επιστροφής της. Με την θεωρία της ισότητος, η οποία στηρίζεται αρχικά στην αισθητήρια αντίληψη της οράσεως, προειδοποιεί για τον κίνδυνο του να εμπιστεύεται την κρίση του κάποιος, μόνο και κύρια στις αισθήσεις, διότι ο αληθινός τρόπος, μιάς καθαρής αντιλήψεως του ίσου καθώς και των άλλων Μορφών, υπάρχει στον Νού. Οι αισθήσεις απλώς διακρίνουν το φυσικό ίσο ενώ ο νούς συνδέεται με το αληθινό. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο Πλάτων θεωρεί τις αισθήσεις περιττές. Αντιθέτως υποστηρίζει πώς υπάρχουν για την πληροφόρηση του ανθρώπου και λειτουργούν ως ενδιάμεσος κρίκος για τον συσχετισμό των εξωτερικών ερεθισμάτων με εκείνο, πού μόνον ο νούς ή η ψυχή αρέσκονται καί εκτιμούν, δηλαδή τις αιώνιες και αναλλοίωτες Μορφές.

Τέλος, σε ότι αφορά την θεωρία της αναμνήσεως, χρησιμοποιεί απλώς, την ύπαρξη των Μορφών για να θέσει την απόδειξη της υπάρξεως της ψυχής, σε μία ασώματη κατάσταση και μέσω της ενθυμήσεως αποδεικνύει ότι η ψυχή προϋπάρχει. Η περιγραφή πού δίνει ο Πλάτων, σχετικά με τον τρόπο πού αντιμετώπισε ο Σωκράτης τον θάνατό του, αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα της αξιοπιστίας των λογικών επιχειρημάτων του. Στον άνθρωπο ο οποίος αντιμετωπίζει τον θάνατό του με ένα αίσθημα απώλειας, θρήνου και τραγωδίας, όπως δηλαδή, συμπεριφέρθηκαν οι σύντροφοί του, στο άκουσμα του επικείμενου θανάτου του, είναι φανερό ότι η ψυχή του δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς, σε αυτήν τουλάχιστον την ενσωμάτωση, στην αληθινή φιλοσοφική οδό. Σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, η Θεωρία των Ιδεών έχει παραμείνει απλώς θεωρία. Αντιθέτως, εκείνο πού μεταφέρει τον άνθρωπο στην αληθινή γνώση, πέρα από τον χώρο της θεωρίας, πέρα από εκείνο πού στηρίζεται στην λογική, είναι η εμπειρία της καθαρής αντιλήψεως των αληθινών Μορφών.

Φυσικά ο Πλάτων, ως γνωστόν στην Πολιτεία, διακρίνει τρία μέρη της Ψυχής: το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές κάτι το οποίο αυτομάτως, δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ιδέα περί αθανασίας της ψυχής. Γι’ αυτό και ο ίδιος εξηγεί πώς μόνον το λογιστικό θεωρείται αθάνατο, καθώς είναι το πλέον θεϊκό τμήμα της Ψυχής, συγγενικό προς τους Θεούς και μόνος στόχος είναι η «ένωσις με το καθεαυτό Όν», ενώ τα άλλα δύο, πού αντιστοιχούν στις ματαιοδοξίες και στις επιθυμίες, δεν επιζούν, γι’ αυτό και η ανθρώπινη ύπαρξη είναι θνητή. Πάντως και ο Πλάτων όπως και ο Σωκράτης, ρίχνουν το μεγαλύτερο βάρος στο θέμα της φροντίδος της ψυχής, καθώς πιστεύουν ακράδαντα ότι στον καλό άνθρωπο τίποτε άλλο από καλό, δεν μπορεί να του συμβεί. Και ο Αριστοτέλης, κατά παρόμοιον τρόπο, αρνήθηκε την επιβίωση όλων εκτός του διανοητικού μέρους της Ψυχής του ανθρώπου. Αυτό το μέρος, λέει, επιβιώνει καθώς «έρχεται από έξω» και εξακολουθεί να υπάρχει μετά τον θάνατο του σώματος. Περί ψυχής γράφει: «και η νόηση λοιπόν και η θεωρία μαραίνονται επειδή κάτι άλλο εσωτερικώς φθείρεται, ενώ αυτή καθεαυτή η νοητική ή θεωρητική δύναμη είναι απαθής. Η δε διανόηση και η φιλία ή το μίσος δεν είναι πάθη εκείνης, αλλά αυτού εδώ του σώματος, του περιέχοντος την ψυχή, καθ’ ον τρόπον την περιέχει. Και γι’ αυτήν την αιτία, όταν τούτο φθείρεται, ούτε μνημονεύεται, ούτε αγαπά. Διότι δεν ήταν η μνήμη της ψυχής ή η αγάπη, αλλά του κοινού , το οποίο εχάθη.

Ο δε νούς ίσως είναι κάτι θειότερον και απαθές». Ο Ομηρικός ήρωας πού επιζεί στα Ηλύσια Πεδία μετά τον θάνατό του, παρουσιάζεται εκλεπτυσμένος, σε εκείνο το μέρος της Ψυχής πού αποτελεί πηγή γνώσεως για κάθε άνθρωπο και ζεί παντοτινά, αλλά απογυμνωμένος από την ατομική προσωπικότητα πού εκδήλωνε στην διάρκεια της ζωής του. Η αντίληψη πού υπάρχει και έρχεται σε εμάς, μέσα από την Παράδοση είναι, ότι η γέννηση και ο θάνατος πιστοποιούνται από θεατές στον φυσικό κόσμο, οι οποίοι εσφαλμένα πιστεύουν ότι κάποιος πεθαίνει. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί την γέννησή του, όπως κανείς δεν μπορεί να ανακαλέσει μία περίοδο μη-υπάρξεως. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει γέννηση του Εαυτού, ούτε μη-ύπαρξη του Εαυτού. Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει θάνατος του Εαυτού, διότι δεν υπήρξε ποτέ εποχή όπου δεν υπήρχε, γιατί πώς να πεθάνει κάτι πού υπάρχει αιώνια.

Όπως λέει και ένα πανάρχαιο ρητό: «Κανείς δεν έχει πεί ποτέ ¨Είμαι νεκρός¨».
Ψάξε μέσα σου και θα δείς ότι ο Εαυτός δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close