ΙδεολογίαΚΙΝΗΜΑ - ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ

Οι πρόγονοι και οι ήρωες

Οι πρόγονοι και οι ήρωες

 

Ο σύγχρονος άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού των μεγαλουπόλεων κατάντησε να ζει χωρίς πατρίδα και καταγωγή και αυτός είναι ένας λόγος που του φαντάζει σημαντικός ο ρόλος των προπατόρων αρχαίων Ελλήνων, διότι εκεί βρίσκει νοήματα, πρότυπα και λύσεις για την ζωή. Συνειδητοποιεί πλέον ότι αυτός στην πραγματικότητα είναι εντυπωσιακά μικρότερος, όταν συγκρίνει τον εαυτό του, όπως άλλωστε είναι και το σωστό, όχι με την σύγχρονη κατάσταση όντας αποκομμένος από τις ρίζες, αλλά με άλλους αρχαίους λαούς, όμοιους του είδους του. Έτσι, πέρα από την λατρεία και τα αγάλματα των προγόνων που γέμιζαν ολόκληρη την ζωή των Ρωμαίων, την δεσμευτική δύναμη των προγονικών εθίμων, και πέρα από τις αντιλήψεις περί φυλής των γερμανικών λαών, ανακαλύπτει τα σημάδια μιας ακόμη πιο ισχυρής δεσμεύσεως με τις αρχέτυπες ρίζες του, μία ελληνική πρωτοτυπία, η οποία κράτησε μέχρι σήμερα ζωντανή την σκέψη μέσα από τον Μύθο: την λατρεία των ηρώων.

Λατρεία των προγόνων, με τόση δεσμευτική ισχύ και καθολική εμβέλεια, ίσως δεν γνώρισε ποτέ ο γνήσιος ελληνισμός. Τα όποια σχετικά ίχνη δεν άργησαν να παραμερισθούν από την λατρεία των ηρώων. Ήρωςείναι ο μυθικός νεκρός, του οποίου η λατρεία διαφέρει ουσιαστικά από του προγόνου. Αυτός ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν, ενώ, αντίθετα, πρόγονοι ανακύπτουν διαρκώς νέοι. Στην ουσία και στην ιδέα του ήρωα ανήκει το μεγαλείο. Επιπλέον, ο ήρωας δεν είναι πρόγονος ενός μόνο γένους ή φύλου, αλλά του ομοίου συνόλου, το οποίο μπορεί να είναι τοπικά περιορισμένο, στα πλαίσια της κοινότητος ή του λαού.

Μεγαλείο, απώτερο παρελθόν, ισχύς για το σύνολο: αυτά είναι τα διακριτικά γνωρίσματα του Μύθου. Ο ήρωας είναι, σύμφωνα με τα προηγούμενα, κάτι μοναδικά και ανεπανάληπτα ελληνικό, στο μέτρο που είναι Μύθος. Γι’ αυτό, λοιπόν, την αρχαϊκή εποχή η ταφική πολυτέλεια συναντά μεγάλη αντίθεση, τα έθιμά της, όπως οι μοιρολογήτρες και τα νεκρόδειπνα, περιορίζονται, η μεγάλη κινητοποίηση ανθρώπων και η επιδεικτική σπατάλη περιστέλλονται με μία σειρά από νόμους. Δεν πρόκειται απλώς για μία μορφή κοινωνικού αγώνα εναντίον της δύναμης της αριστοκρατίας, αλλά για μία διεργασία διασαφήσεως και επικρατήσεως της πίστεως στους ήρωες. Η αριστοκρατία είναι περισσότερο ο φορέας παρά το θύμα αυτού του κινήματος. Θα λέγαμε ότι κατά κάποιον τρόπο ηρωοποιείται η ίδια. Τα γενεαλογικά δέντρα δεν ανάγονται πλέον σε μία κύρια προγονική μορφή ιστορικά προσδιορισμένη, αλλά σε μία μυθική απώτατη αρχή: γενάρχης των αριστοκρατικών γενών είναι τώρα κατά προτίμηση ένας θεός ή ένας ήρωας.

Στον κόσμο των αρχαίων, όπου κινητήρια δύναμη είναι το κλέος, η λατρεία των νεκρών και η φροντίδα των προγόνων σημαίνουν μέλημα για το κλέος αυτό. Να εκθέσει στο πλήρες φώς της υστεροφημίας κάποιον που απεβίωσε πρόσφατα είναι κάτιπου ο Έλληνας συνήθως το αποφεύγει. Αργότερα, όταν καταλύεται αυτή η τάξη, χάνεται και η αίσθηση για την αντίστοιχη πρακτική. Στον λόγο του για τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, ο Ισοκράτης δεν διστάζει να τα βάλει με αυτήν την ελληνική αντίληψη: είναι παράλογο, λέει, να επιδαψιλεύουμε (δίνουμε τόση σημασία) κάθε τιμή στους ήρωες της Τροίας, αλλά να μην αφήνουμε ανοιχτή την παραμικρή δικλείδα για παρόμοιο εγκωμιασμό των ζώντων. Αιτία γι’ αυτό θεωρεί τον φθόνο των ανθρώπων, οι οποίοι πιο ευχάριστα ακούν να εξυμνούνται εκείνοι, για την ύπαρξη των οποίων δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας, ισχυρισμός που βάλει ευθέως κατά των Μύθων, παρά άνδρες, από τους οποίους έχουν και οι ίδιοι ευεργετηθεί. Ο ρήτορας Ισοκράτης, λόγιος με μεγάλη επιρροή, γνώριζε καλά το ακροατήριό του και ήξερε τι λογής διαθέσεις έπρεπε να λάβει υπόψη του και συνεπώς αυτή του η φράση πιστοποιεί την επιβίωση, ίσαμε τον 4ο ακόμη αιώνα, εκείνης της νοοτροπίας η οποία εναντιώνεται στον ατομικό έπαινο των νεκρών. Είναι η ίδια νοοτροπία, που στον αττικό Επιτάφιο, τον δημοσίως εκφωνούμενο πανηγυρικό λόγο για τους πεσόντες στους πολέμους, απαγόρευε το ονομαστί επαινείν.

Ο άνθρωπος ο δεμένος με το γένος του βιώνει τα μεγάλα έργα των προγόνων ως υποχρέωση, ως ερέθισμα για την δική του δράση. Από τις πολεμικές παραινέσεις, που συνηθίζονται στον Όμηρο, στην ελεγειακή ποίηση και στους προτρεπτικούς λόγους των στρατηγών στην αρχαία ιστοριογραφία, δεν λείπει η παραίνεση να «μην ντροπιάσουμε τους προπάτορες». Στον Όμηρο, ειδικά, η παραίνεση αυτή δεν είναι ούτε τόσο συχνή ούτε τόσο κεντρική, όσο θα προσδοκούσε κάποιος σε έναν κόσμο της αριστοκρατίας. «Έχετε απομακρυνθεί από τον τρόπο των προγόνων σας», ή «είστε ασυνήθιστα διαφορετικοί από την ένδοξη γενιά σας», τέτοιες επισημάνσεις επανέρχονται αδιάλειπτα στις ισλανδικές σάγκες.

Στους Έλληνες τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Ο ομηρικός πολεμιστής, γενικά, δεν ντρέπεται τους προγόνους του, αλλά τους ανθρώπους με τους οποίους συμβιώνει, αυτούς που θα τον «απόπαιρναν» για την δειλία του. Επίκληση σε αυτό το αίσθημα φιλοτιμίας κάνουν οι αρχηγοί και αυτό ακριβώς σκέφτεται και μετράει ο ίδιος, όταν κουβεντιάζει με τον εαυτό του, μέσα στην αμήχανη μοναξιά του. Και όσο για την δόξα που κερδίζει ο ήρωας, αυτή μεγαλώνει όχι τόσο της γενιάς του το όνομα, όσο του πατέρα του. Ο ρόλος, που, σύμφωνα με την αριστοκρατική αντίληψη, έπρεπε να διαδραματίσει ο φυλετικός γενάρχης στα ομηρικά έπη, παίζεται από τον πατέρα. Πλάι στο πρότυπο του πατέρα καταγράφεται το μυθικό πρότυπο, όπως στην περίπτωση του Μελεάγρου. Τα πολεμιστήρια άσματα του σπαρτιάτη Τυρταίου επικαλούνται το παρόν, όπου επίκληση γίνεται όχι στην αιδώ ενώπιον των προγόνων, αλλά στην αιδώ ενώπιον των ηλικιωμένων συναγωνιστών. Λέει σε ένα σημείο ο Τυρταίος: «Πάρτε θάρρος! Του ανίκητου Ηρακλή απόγονοι είστε!». Ως φυλετικός γενάρχης ο Ηρακλής δεν ανήκει σε συγκεκριμένο γένος, αλλά σε ολάκερη την κοινότητα των ομοίων του. Συνεπώς, το κλέος του μαχητή δεν ανήκει στους συγγενείς και τους προγόνους, αλλά φθάνει ακόμη πέρα από τους συντρόφους στα όπλα, στον απώτερο γονιό και στην πόλη. Δύο επομένως δυνάμεις μοιράζονται, θα λέγαμε, τον χώρο του προγονικού γενάρχη: ο φυσικός πατέρας και ο μυθικός φυλετικός γενάρχης ή κάποιο άλλο μυθικό πρόσωπο.

Οι διεργασίες αυτές έχουν συντελεσθεί ήδη προτού η πόλις, η χαρακτηριστική αυτή ιδέα πολιτειακής συγκροτήσεως των αρχαίων Ελλήνων, αποκτήσει την κλασική της μορφή και ισχύ. Η πόλιςσυγκεφαλαιώνει, κατόπιν, όλες τις προηγούμενες εξελίξεις. Στον Θέογνη, ο οποίος θεωρείται ο υπέρμαχος της αριστοκρατικής ιδεολογίας, τονίζεται η τιμή που οφείλεται στον πατέρα και την μητέρα, όμως για τους προγόνους ο υπό μαθητεία νεαρός εταίρος δεν πληροφορείται το παραμικρό. Αντίθετα, στην Ρώμη ο νεαρός Σκιπίων συνδέεται φιλικά με τον παιδαγωγό Πολύβιο, με σκοπό να γίνει αντάξιος των προγόνων στους λόγους και στα έργα. Η πόλη, οι βωμοί των θεών του τόπου, τα παιδιά και η μητέρα γη, αυτές είναι οι αξίες της ζωής, για την προάσπιση των οποίων κάνει έκκληση ο Ετεοκλής, δίχως καμία αναφορά για τους προγόνους. Ακόμη και οι ίδιοι, οι ανατροφείς των παιδιών, οι φυσικοί γονείς, υποκαθίστανται από κάτι καθολικό, κάτι κοινό: από την γη ως μητέρα τροφό. Είναι ξεκάθαρα αποκαλυπτικό λοιπόν, ότι η προγονοκεντρική ιδεολογία με την μορφή της ηρωϊκής λατρείας, αποτελεί μία δύναμη συνοχής και κάθε παραμερισμός της σημαίνει διάλυση και εξατομίκευση. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν εκτροχιάζεται στην αρνητικότητα μίας απλής απουσίας δεσμεύσεως. Τίποτα δεν έχει χαθεί. Το παλιό αυτό έθιμο ίσως έχει λησμονηθεί, όμως μόνον για να διαφυλαχθεί ώστε την κατάλληλη στιγμή να επανέλθει μέσα από κάτι νέο. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί εφόσον ακόμη υφίσταται το είδος που θα το ξαναζωντανέψει.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close