ΑγωγήΚΙΝΗΜΑ - ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ

Περί αγωγής

Περί αγωγής

 

Από τις πιο σημαντικές βιολογικές διαφορές μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η σχετικά πολύ μακρύτερη διάρκεια της νεότητας στον άνθρωπο. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη προστασίας των απογόνων για μακρότερο χρονικό διάστημα και ταυτόχρονα, ήδη από καθαρά βιολογική άποψη, την δυνατότητα και αναγκαιότητα να ασκηθούν οι ανθρώπινοι γόνοι περισσότερο και πιο εντατικά, ώστε να καταστούν ικανοί να επιβιώσουν.

Ο χρόνος της ανθρώπινης ανάπτυξης βιολογικά διαιρείται σε δύο ημιπεριόδους, που είναι δεδομένες από την φύση και σηματοδοτούνται από την δεύτερη οδοντοφυία και την έναρξη της ωριμότητας. Σε αντιστοιχία προς αυτές, η «επιμέλεια του παιδιού» ή αλλιώς παιδεία των Ελλήνων αρχίζει με ένα πρώτο διάστημα: αυτό της «φροντίδας των παιδιών» με την στενότερη έννοια (τροφή) μέχρι περίπου το έκτο έτος της ηλικίας. Στην φάση αυτή το παιδί, σύμφωνα με τα βιολογικά δεδομένα, ανήκει στην μητέρα και τις γυναίκες που την περιστοιχίζουν. Η περίοδος αυτή είναι βιολογικά και παιδαγωγικά εξαιρετικά κρίσιμη.

Η διεργασία της αγωγής έχει βιολογικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά θεμελιώδη σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Διότι ο άνθρωπος είναι προδιατεθειμένος από την φύση του για μία συμπεριφορά και για επιδόσεις που επεκτείνονται πέρα από τις ίδιες και χρειάζονται την συνέχιση από άλλους ανθρώπους. Μέσα από αυτήν την συνέχιση από άλλους, νεότερους ανθρώπους εξαρτάται το ανθρώπινο είναι, δηλαδή η Παράδοση της κοινότητας και ο Πολιτισμός της.

Οι «ενήλικες» έχουν εκ φύσεως πλήρη υπεροχή έναντι των νέων που δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν μόνοι τους. Την χρησιμοποιούν, λοιπόν, ώστε να διαπλάσουν την νεότερη γενιά σύμφωνα με τις αντιλήψεις της Παραδόσεώς τους. Αυτές οι διεργασίες είναι δεδομένες από την φύση και αρχικά ασυναίσθητες. Τα μέσα με τα οποία συντελούνται είναι η συνήθεια, η μίμηση, η άμιλλα, η νουθεσία και ρυθμίζονται πάντοτε από ομάδες, διότι αγωγή καθαρά ατομική δεν υπάρχει. Ήδη κατά την κρίσιμη δραστηριότητα της κατάκτησης της γλώσσας, η νεανική ψυχή εμποτίζεται από την Παράδοση και από τις δυνάμεις της κοινότητας.

Ακόμη και για τον πλήρως εξατομικευμένο άνθρωπο, τα παιδιά του αποτελούν το νευραλγικό σημείο, ως προς το οποίο εξαρτάται από την κοινότητα. Ο μικροαστός της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, όπως μας παρουσιάζεται στην αττική κωμωδία, νοιάζεται μόνο για το δικό του συμφέρον ζώντας σε πλήρη ψυχική απομόνωση και υποχρεώνεται παρόλα αυτά να θέσει, εξαιτίας των παιδιών του, υψηλότερα συλλογικά ερωτήματα. Οι δυσχέρειες της ανατροφής των παιδιών μετατρέπονται σε ένα αναπόφευκτο πρόβλημα της ζωής. Η ανατροφή γίνεται πρόβλημα όταν καταλύεται η κοινότητα, και για αυτό οι θεωρίες και τα συστήματα της παιδαγωγικής εμφανίζονται για πρώτη φορά σε αυτό το στάδιο. Είναι η κλειστή ομάδα που μεταβιβάζει με μία φυσική και ενστικτώδη αυτοπεποίθηση την δική της μορφή ζωής στην νεότερη γενιά. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν σε όλα τα μέρη του κόσμου, όπου η κάθε τοπική Παράδοση μέσα από μία ειδική ομάδα (ελίτ) ενεργοποιούσε την παιδαγωγική της βούληση ώστε να παρέχει παιδεία. Διότι η κοινότητα χρειάζεται απογόνους παρόμοιους με τους προγόνους για την διαιώνιση του είδους και του εκάστοτε Πολιτισμού.

Η δεύτερη φάση της αγωγής, η ουσιαστική παιδεία, καθορίζεται λιγότερο από οργανικούς παράγοντες. Ο νέος γίνεται νωρίς δεκτός στην κοινότητα των ανδρών (Ιλιάδα) και σε πρώιμο στάδιο επίσης προστίθεται στον πατέρα, ο οποίος είναι ο δεδομένος καθοδηγητής αυτής της περιόδου, και ένας επιφορτισμένος παιδαγωγός, όπως ο Φοίνικας υπήρξε ο παιδαγωγός του Αχιλλέα στην Ιλιάδα. Κατά την απουσία του πατέρα εμφανίζεται στην Τηλεμάχεια ο Μέντορας, ο ηλικιωμένος οικογενειακός φίλος και σύμβουλος. Παρόμοιο ρόλο παίζει στον μύθο ο Κένταυρος Χείρων, όπου εμφανίζεται ως παιδαγωγός της νεολαίας. Κατά την ιστορική εποχή, σε αυτήν την δεύτερη φάση της ανατροφής των παιδιών, η παραμάνα αντικαθίσταται από τον παιδαγωγό, τον μόνιμο προσωπικό συνοδό του παιδιού, ο οποίος δεν το αφήνει από τα μάτια του στον δρόμο προς το σχολείο και το γυμναστήριο. Αυτός επομένως, και όχι ο δάσκαλος, ονομάζεται στα ελληνικά παιδαγωγός.

Στην παλαιότερη ελληνική αγωγή διδάσκονται κατά την φάση αυτήν δύο κυρίως δεξιότητες, οι οποίες αποτελούν την ευγενή απασχόληση του ελεύθερου και αριστοκρατικού ανθρώπου και απαιτούν πολλή εξάσκηση: η μουσική και η γυμναστική. Η διδασκαλία βρίσκεται ήδη από νωρίς στα χέρια των ειδικών στους τομείς αυτούς, των προπονητών, όπως θα τους λέγαμε σήμερα.

Η εκτεταμένη ενασχόληση με την γυμναστική αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα και έτσι γίνεται από νωρίς αντιληπτή (Πλάτων-Συμπόσιο). Η γυμναστική είναι καθαρή δράση, κίνητρό της είναι η άμιλλα και όχι η αυτοαπόλαυση της ατομικής αίσθησης. Η άσκηση του σώματος για τις ανάγκες του πολέμου και του κυνηγιού δεν θα πρέπει να παραγκωνίζεται από την γυμναστική, πράγμα που δεν το εγκρίνουν ούτε και οι θεωρητικοί της εκπαίδευσης. Ο Πλάτων θέλει την γυμναστική περισσότερο στρατιωτική παρά αθλητική άσκηση, ενώ ο Ξενοφών στην Κύρου Παιδεία εξυμνεί τον περσικό τρόπο εξάσκησης στο κυνήγι. Για την άσκηση της γυμναστικής δημιουργούνται ήδη, από την αρχαϊκή εποχή ιδιαίτερες κτιριακές εγκαταστάσεις, τα γυμνάσια, δηλαδή τα γυμναστήρια, και οι σχολές της πάλης, οι παλαίστρες. Αυτές ήταν ενσωματωμένες σε κάθε γυμνάσιο, αλλά εμφανίζονταν και ξεχωριστά, ως μεμονωμένα κτίρια. Κάθε ελληνική πόλη έχει τουλάχιστον ένα γυμνάσιο και όπου αυτό απουσιάζει σημαίνει πως δεν πρόκειται για ελληνική πόλη. Συχνά υπάρχουν περισσότερα, όπως στην Αθήνα που ήταν γνωστά όχι λιγότερο από εννέα.

Η παλαίστρα και το γυμνάσιο είναι οι τόποι συνάντησης του ελληνικού ανδρικού πληθυσμού, δηλαδή των ελεύθερων πολιτών. Στην Αθήνα η νομοθεσία του Σόλωνος απαγορεύει την είσοδο στους δούλους, ενώ φαίνεται ότι προέβλεπε ιδιαίτερους χώρους άσκησης για τους νόθους νέους. Μαζί με τα συμπόσια, η παλαίστρα και το γυμνάσιο είναι οι τόποι της ελεύθερης επικοινωνίας ανάμεσα στις γενεές.

Εκτός από την μουσική και την ποιητική τέχνη, οι Μούσες ρυθμίζουν και κάθε ανώτερη πνευματική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια η μουσική αγωγή επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο στον καθαρά πνευματικό χώρο και τελικά στην επιστήμη, όπως και στους μουσικούς αγώνες. Τουλάχιστον από τον έκτο αιώνα και μετά, η απαγγελία και η αποστήθιση των ποιητών, προπάντων του Ομήρου, αποτελεί το βασικό αντικείμενο των μαθημάτων. Την ίδια περίπου εποχή προστίθεται και η διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής.

Εδώ βρίσκεται το σημείο αφετηρίας για τις δύο κατευθύνσεις της πνευματικής αγωγής, την φιλοσοφική και την ρητορική. Βλέπουμε τόσο τον Σωκράτη όσο και τους σοφιστές να συχνάζουν συστηματικά στα γυμνάσια και τις παλαίστρες. Αυτή η πνευματική αγωγή, η αγωγή στην «πολιτική αρετή», προσφέρεται από έναν νέο τύπο παιδαγωγού, ο οποίος καταλαμβάνει το κενό που άφησε πίσω της η κατάρρευση της παλαιάς τάξης της ζωής και της εκπαίδευσης και έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα που διέκοψε την οργανική επίδραση της παλαιότερης γενεάς πάνω στην νέα. Αυτοί οι δάσκαλοι δεν είναι πλέον εξειδικευμένοι παιδαγωγοί όπως οι παιδοτρίβες, οι δάσκαλοι της μουσικής και της γραφής, αλλά επιδιώκουν να μεταδώσουν ευρεία «μόρφωση» ή καλύτερα να προσφέρουν μία εσωτερική καλλιέργεια με στόχο την αυτογνωσία. Είναι γνωστή άλλωστε η έντονη κριτική του Σωκράτη απέναντι στους σοφιστές οι οποίοι απαιτούσαν δίδακτρα για τις υπηρεσίες τους. Η έννοια «παιδεία» αποκτά, αντίστοιχα, την σημασία της «μόρφωσης» και του «πολιτισμού». Στον χώρο αυτόν, όπου διαλύονται οι οργανικοί δεσμοί, διαμορφώνεται η «καθαρή» εκπαίδευση, εδώ αναφύεται η παιδαγωγική και το πολιτισμικό ιδεώδες. Συνάμα, αυτός ο «καθαρός» μηχανισμός μόρφωσης διακατέχεται από όλες τις αδυναμίες της αποσύνθεσης. Τις αδυναμίες του αυτές επιχειρεί να τις υπερβεί τόσο η νέα παιδευτική δραστηριότητα του Σωκράτη, που απευθύνεται σε όλο το σώμα των πολιτών, διέπεται από ελευθερία και καθοδηγείται από τον Έρωτα, την έλξη δηλαδή του ανθρώπου για υψηλά ιδανικά, όσο και η παιδαγωγική του Πλάτωνα, η οποία διαθέτει συστηματικό βάθος, αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση και ερμηνεύει και εξελίσσει την μεταφυσική έννοια της μάθησης και της κοινότητας.

Το σύνολο των απευθυνόμενων στο πνεύμα μαθημάτων ενσωματώνεται, κατόπιν, στην ελληνιστική εποχή στα γυμνάσια. Ήδη από την αρχαϊκή περίοδο τα γυμνάσια λειτουργούσαν και ως χώροι επίσημων εορτασμών. Τώρα γίνονται, ιδιαίτερα στην διασπορά, τα κέντρα του ελληνικού τρόπου ζωής, η εσωτερική ασπίδα προστασίας ενάντια σε καθετί το ξένο, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ισχύει στις μέρες μας.

Η αγωγή επιδιώκει εξαρχής να επιβάλει, στην πορεία της ζωής που ρέει σύμφωνα με τον ιδιαίτερο βιολογικό της ρυθμό, έναν κανόνα τεχνητό, έτσι ώστε αυτός να μετατραπεί μέσω της συνήθειας σε δεύτερη φύση (διατροφή, περιποίηση, καθαριότητα, συμπεριφορά), σύμφωνα με τις Αρχές της κοινότητας. Αυτή η επιβολή της παράδοσης διαμορφώνεται τελικά από τους μεγάλους παιδαγωγούς σε συνειδητό μέσο διάπλασης (προγεννητική αγωγή, νηπιακή αγωγή, παιδικοί σταθμοί) στους Πλατωνικούς Νόμους.

Η εκπαίδευση του μικρού παιδιού είναι η πιο απαραίτητη βιολογικά. Νωρίς η ελληνική παιδαγωγική βούληση επεκτείνει το όριο της εκπαίδευσης μέχρι το 14ο ή το 16ο έτος της ηλικίας, για να καταλήξει τελικά στην ιδέα της εκπαίδευσης των ενηλίκων, όπως την άσκησε ο Σωκράτης.

Στην εκπαιδευτική διαδικασία η πλευρά που ενεργεί είναι οι μεγάλοι. Στο νήπιο, κατά Πλάτωνα «το πιο δύσκολο στην πειθαρχία ζώο», η επιθυμητή συμπεριφορά επιβάλλεται απλά μέσω της μεγαλύτερης ισχύος των μεγάλων: δαμάζεται η θέλησή του να κυριαρχήσει. Ωστόσο, το στοιχείο της αυτενέργειας και της αυτοβουλίας δεν μπορεί να καταπιέζεται μόνιμα. Το θεμελιώδες τέχνασμα της εκπαίδευσης έγκειται πολύ περισσότερο στο να το αφυπνίσει και να το κατευθύνει και έτσι διεγείρεται το ένστικτο της συνήθειας, της μίμησης και της μάθησης. Το πνεύμα της κοινότητας, ένα από τα πιο σπουδαία μέσα αγωγής σύμφωνα με τον Πλάτωνα, προσφέρει σε αυτόν που εξοικειώνεται μαζί του και το κάνει συνήθειά του μεγάλη ικανοποίηση σε κάθε επίπεδο, εξωτερικό ή εσωτερικό, διότι επάνω στο ένστικτο της μίμησης προβάλλεται το πρότυπο, και το ένστικτο της μάθησης αποκτά τρομερές δεξιότητες και αντικείμενα ως τροφή του.

Έτσι, από την μία πλευρά, καθετί πρακτέο και αποφευκτέο, η συνολική συμπεριφορά της παλαιότερης γενιάς, έχει την παιδαγωγική της επίδραση και υπάγεται με τον τρόπο αυτόν σε έναν έλεγχο από τα κάτω, δηλαδή τυχόν λάθη ή παρεκτροπές από παιδαγωγούς απέναντι στους νέους παύουν άμεσα, και από την άλλη πλευρά, ως στόχος κάθε αγωγής που επιβάλλεται από τους άλλους, αποκαλύπτει την δυνατότητα της αυτοεκπαίδευσης. Σε τελευταία ανάλυση λοιπόν, και οι δύο πλευρές κρίνουν κάθε έκφραση της ζωής από την άποψη της αυτόβουλης πειθαρχίας και της φρόνησης. Ο «πολιτισμός» κυρίως, και ιδιαίτερα η ποίηση, παρουσιάζεται ως συνάρτηση της παιδαγωγικής βούλησης του συνόλου.

Οι θεμελιώδεις αυτές ιδέες της ελληνικής αγωγής αργότερα γίνονται αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας, κυρίως από τον Πλάτωνα. Η θεωρία του, όμως, παιδαγωγισμός ή διδασκαλισμός δεν θα στεριώσει μετέπειτα διότι αναφέρεται σε ουσιώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής μορφής ζωής, που είναι δεδομένα από την αρχαϊκή εποχή και φαντάζουν απόμακρα πλέον.

Από κάποιο σημείο και έπειτα, τα πολιτισμικά δημιουργήματα θεωρούνται ως πλάσματα της ένθεης ιδιοφυίας, μειώνοντας κάπως την ανθρώπινη συμμετοχή σε αυτά. Ωστόσο, αν κανείς ρωτήσει ποιο είναι το στοιχείο εκείνο, που διαφοροποιεί θεμελιωδώς π.χ. την Ιλιάδα του Ομήρου από άλλα εξίσου μεγάλα έργα, τότε μπορεί να καταλάβει ότι στην περίπτωση των Ελλήνων η κατάσταση του κόσμου που περιβάλλει την δημιουργική ιδιοφυία, έχει άλλον χαρακτήρα. Ο δημόσιος και προφορικός χαρακτήρας της ποιητικής παραγωγής, η λειτουργία του ποιητή ως φερέφωνου της κοινότητας, το πλαίσιο του πανελλήνιου εορτασμού μέσα στο οποίο ακμάζει η μεγάλη ποίηση, με λίγα λόγια η υπαρξιακή κατάσταση του ποιητή συνεπάγεται το γεγονός ότι οι εικόνες που προβάλλει δεν είναι μόνο ιδιωτικά ξεχειλίσματα της δικής του ατομικής αυθαιρεσίας, αλλά φορείς μίας υψηλοφροσύνης και μίας αξιοπρέπειας στις οποίες φωλιάζει ένα είδος μυστικής αξίωσης. Οι εικόνες αυτές φέρουν κάτι μυθικό και ως τέτοιες απαιτούν να βιωθούν από τους ακροατές. Προβάλλοντας και αφυπνίζοντας ξανά την ανάμνηση πράξεων που τους αξίζει να δοξαστούν, εξυμνεί, πλάθει και αποτυπώνει την ατμόσφαιρα από την οποία θα πηγάσουν και του μέλλοντος τα ένδοξα κατορθώματα. Το αν και κατά πόσο ο Όμηρος επεδίωκε να λειτουργήσει όλο αυτό σώνει και καλά ως πρότυπο, αποτελεί ένα ψυχολογικό θέμα, αδιάφορο επί της παρούσης. Το πιθανότερο όμως είναι πως η θέλησή του ήταν καθαρά προσανατολισμένη προς την τελειότητα. Ωστόσο, η πανουργία της ιδέας του αυτής παρουσιάζει το κορυφαίο τέχνασμά της, στο μέτρο ακριβώς όπου το πρότυπο που παρουσιάζει είναι το αληθινό πρότυπο.

Όταν κατόπιν ο Όμηρος γνωρίζει την μεγαλύτερή του αναγέννηση μέσα από την αττική τραγωδία, αυτός ο παιδευτικός χαρακτήρας της μυθικής ποίησης εκδηλώνεται απροκάλυπτα και το θεμελιώδες κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο ο Αριστοφάνης αξιολογεί τους τραγικούς ποιητές στους Βατράχους του, είναι ομολογουμένως η μόρφωση του λαού της Αττικής.

Ένας τέτοιος μυστικός νόμος που ρυθμίζει την επίδρασή τους ενυπάρχει και στις εικαστικές τέχνες και ιδιαίτερα στην γλυπτική. Όταν ο θεατής στέκεται μπροστά σε ένα αρχαίο γλυπτό ενός νέου ανδρός, το μήνυμα που αυτό εκπέμπει, είναι: «πρέπει να αλλάξεις την ζωή σου», κάτι που διαχρονικά επισημαίνει ότι κάθε παρηκμασμένη νεωτερικότητα στέκει διαρκώς ανάμεσα στην διχασμένη της συνείδηση, απέναντι στην σταθερή θέαση του Όλου, την σφαιρική αντίληψη του Είναι, όπως ακριβώς την μεταδίδει το άγαλμα. Το άγαλμα του νέου υπηρετεί και αυτό την αρχαία δόξα και η τελειότητα που το χαρακτηρίζει είναι αδιανόητη χωρίς κάποιο αντίκτυπο στην σωματική αίσθηση του παρατηρητή.

Κανών ονομαζόταν ένα σύγγραμμα του Πολυκλείτου στο οποίο πραγματευόταν τους νόμους των αναλογιών με βάση τον Δορυφόρο, ένα άγαλμα του Αχιλλέα, και στο οποίο κυριαρχούσε με βεβαιότητα ο καθαρός προσανατολισμός προς το τέλειο, προς το εύ, όπως το αποκαλεί. Αυτή η τελειότητα του σώματος, ωστόσο, όφειλε και αποσκοπούσε να επιδράσει μορφοπλαστικά όχι μόνο τους άλλους γλύπτες, αλλά κυρίως το ένστικτο της ωραιότητας και τελειότητας της νεολαίας και με τον τρόπο αυτόν την διάπλαση του ίδιου του σώματος. Έτσι, με την ανάδειξη του θεμελιώδους παιδευτικού αυτού χαρακτήρα, εκδηλώνεται μία γνήσια ανθρωπολογική ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, η εξαιρετική σύλληψη των φιλοσόφων σχετικά με το πως η Ιδέα μετέχει της ύλης δίνοντάς της μορφή.

Στην αγωγή μεταβιβάζονται τα πρότυπα μίας πολιτιστικής κοινότητας, τα οποία για αυτόν ακριβώς τον λόγο εμφανίζονται εδώ με ιδιαίτερη σαφήνεια. Το πρώτο αίτημα, το οποίο απευθύνεται ήδη στις νεαρές ηλικίες, είναι η αιδώς: να τιμά ο νέος τους γονείς και τους θεούς. Στον Δημόκριτο το αίτημα αυτό εσωτερικεύεται υπό την μορφή του ηθικού αυτοσεβασμού του ανθρώπου. Το δεύτερο αίτημα που απαιτείται είναι η ενεργητικότητα: η νωθρότητα θεωρείται βαρβαρική, διότι η ορμή για διάκριση είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον αληθινό άνθρωπο. Ο ζήλος αυτός επιδιώκει την ικανότητα για εξαιρετική επίδοση: την αρετή. Στην παλαιά αριστοκρατική ανατροφή η αρετή είναι προσανατολισμένη προς τον πόλεμο, προς την πράξη δηλαδή και συνάμα στον λόγο (η δύναμη του λόγου αρμόζει στον στρατηγό όπως και στον πολιτικό). Ωστόσο, εκτιμάται εξίσου και η φρόνηση.

Όποιος λοιπόν, κατέχει, αυτές τις ικανότητες είναι «αγαθός» (έξοχος). Σε όλα αυτά όμως πρέπει εξ αρχής να υπάρχει κάτι το εγγενώς ευγενές, το οποίο ο Έλληνας το αποκαλεί «κάλος» (ωραίο), το κύριο χαρακτηριστικό που διακρίνει τον ευγενή από τους άλλους. Ωραίο είναι αυτό που έχει αρχοντιά, την ευγενή ευπρέπεια, και αυτό που έχει ωραία όψη, τα οποία συνδυάζονται με την ηθική, την αισθητική και την κοινωνιολογική διάσταση. Η σωματική ομορφιά θεωρείται βέβαια αυτονόητη προϋπόθεση. Ο Αχιλλέας είναι ο ωραιότερος ανάμεσα σε αυτούς που πήγαν στην Τροία, όμως ο Ηρακλής δεν παρουσιάζεται ως ωραίος, αλλά ως δυνατός και ικανός, κάτι που φανερώνει ξεκάθαρα την αντίληψη των Ελλήνων σχετικά με το πως αντιλαμβάνονταν την έννοια της «ωραιότητας». Το να φορά κανείς κοσμήματα το θεωρούσαν οι Έλληνες μη ανδροπρεπές και βάρβαρο διότι ο δικός τους αισθησιασμός ήταν δωρικός, δηλαδή λιτός. Η σύζευξη αυτή του «ωραίου και καλού» παρήγαγε το επίθετο «καλοκάγαθος» το οποίο αποτέλεσε ένα από τα βασικά και σημαντικά επιτεύγματα της ελληνικής παράδοσης. Έτσι, το πρότυπο της αγωγής αποκρυσταλλώνεται πλέον μέσα από κανονιστικές έννοιες, τις τέσσερις κυρίαρχες αρετές, οι οποίες για πρώτη φορά κατονομάζονται στον Αισχύλο, οι ρίζες τους όμως φθάνουν μέχρι τον 7ο αιώνα. Οι αρετές αυτές είναι: η ανδρεία, η ευσέβεια, η φρόνηση, η δικαιοσύνη.
Οι δύο πρώτες δηλώνουν το αρχαϊκό ιδεώδες του ευγενούς πολεμιστή, που ξέρει να τιμά τους θεούς. Η φρόνηση (σωφροσύνη) φανερώνει την ευγενή ανατροφή.
Στον κανόνα των τεσσάρων αρετών, η δικαιοσύνη αποτελεί τον πιο πρόσφατο, για τον λόγο ότι είναι η νέα αρετή της πόλεως και περιλαμβάνει όλες τις άλλες μαζί (Θέογνις-Πλάτων).

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close