ΙδεολογίαΚΙΝΗΜΑ - ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ

Οι επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα

Οι επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα

Εισαγωγή

Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μία ανασκόπηση της καίριας σημασίας επιρροής που άσκησε η Αγγλία στην ιστορία του ελληνικού έθνους από το 16ο αιώνα μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που έπαψε να είναι και επίσημα η μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη, την θέση της οποίας έλαβαν οι ΗΠΑ. Ως κύρια πηγή των κατωτέρω ιστορικών γεγονότων χρησιμοποιήσαμε το μνημειώδες έργο του Ιωάννη Κορδάτου «Οι επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα», εκδοθέν το 1946.

Το αγγλικό ενδιαφέρον για τα πράγματα της μεσογειακής λεκάνης εκδηλώνεται από το 16ο αιώνα. Το 1520 διορίστηκε ο πρώτος Άγγλος πρόξενος στην Κρήτη και η βασίλισσα Ελισάβετ πέτυχε από το σουλτάνο την προστασία του αγγλικού εμπορίου τόσο στην Μεσόγειο όσο και στην Βαλκανική. Ιδρύθηκε μάλιστα και μια μεγάλη εταιρεία από τους Άγγλους εμπόρους, η Αγγλική Εταιρεία της Ανατολής, που προστατεύθηκε από την βασίλισσα Ελισάβετ με ειδικά προνόμια το 1581. Είναι μάλιστα τραγική σύμπτωση (;) πως η σημαία του σημερινού ελλαδικού κράτους (1970 και έπειτα) είναι ταυτόσημη με αυτήν της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, παράρτημα της Αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής.

Επί βασιλείας του Ιακώβου Α’ η εταιρεία ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ. Έτσι, στα μέσα του 17ου αιώνα τα αγγλικά καράβια άρχισαν να πλέουν στα ελληνικά λιμάνια και να φέρνουν και να παίρνουν εμπορεύματα. Τα χρόνια αυτά όμως παρουσιάστηκε ένας μεγάλος ανταγωνιστής των Άγγλων: η Ρωσία.

Η τσαρική Ρωσία πήρε στάση καθαρά αντιτουρκική και η πρώτη ρωσοτουρκική σύγκρουση ευνόησε τους Ρώσους. Η συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) είναι ο «πρώτος σταθμός διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας». Από εδώ και μπρος η Αγγλία βλέπει την Ρωσία ως το μεγαλύτερο οικονομικό αντίπαλο στην Ανατολή. Πιο πριν ήταν οι Γάλλοι, ιδίως την εποχή του Σουλεϊμάν Α’ (1520-1567), όταν κατάφεραν να πάρουν πολλά προνόμια από τους Τούρκους και ουσιαστικά να μονοπωλήσουν το εμπόριο στην μεσογειακή περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αργότερα, το 1740, οι Γάλλοι που βοήθησαν την Τουρκία ενάντια στις εξαπλωτικές ενέργειες της Αυστρίας, πέτυχαν και άλλα προνόμια και για πολλά χρόνια κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης.
Η κατάσταση όμως άλλαξε ραγδαία με την ρωσοτουρκική συνθήκη του Καϊναρτζή (1774). Οι επιθετικοί πόλεμοι της Ρωσίας από τα χρόνια του μεγάλου Πέτρου την κατέστησαν σιγά σιγά τον σπουδαιότερο παράγοντα στην Βαλκανική. Τότε ο Άγγλος πολιτικός Πιττ πήρε ξεκάθαρα αντιρωσική στάση και δήλωσε πως η Αγγλία πρέπει να κηρύξει πόλεμο στην Ρωσία (1791), με τον ανταγωνισμό να συνεχίζεται ανελλιπώς, πλην περιόδων που η Γαλλία κυριαρχούσε στην Μεσόγειο ή η Αυστρία απειλούσε την μεσογειακή επιρροή της Αγγλίας.
Η Αγγλία γι’ αυτό πήρε θέση υπέρ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκειμένου να φράξει την καθόδο των Ρώσων στο Αιγαίο, ενώ η Ρωσία από την άλλη πήρε το ρόλο του προστάτη των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής. Εξ ου και η Αγγλία κατά τον 19ο αιώνα προσπάθησε να εμποδίσει την εθνική αποκατάσταση των βαλκανικών λαών, στάση που κράτησε και απέναντι στην Ελλάδα το 1821.

Η Αγγλία των Τόρρις απέναντι στην σκλαβωμένη Ελλάδα

Το 1766 η τσαρίνα Αικατερίνη έστειλε τον Έλληνα λοχαγό Παπαζώλη, που υπηρετούσε το ρωσικό στρατό, να οργανώσει επαναστατικά κινήματα. Το 1768 ξεκίνησε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και το 1770 κατέβηκε ο ρωσικός στόλος με τους αδελφούς Ορλώφ. Η επανάσταση ωστόσο απέτυχε επειδή δεν ήταν καλά οργανωμένη και κυρίως επειδή ο σουλτάνος είχε μάθει από πριν ότι ετοιμαζόταν και είχε πάρει τα μέτρα του. Το Φόρεϊν Όφφις, που από τους πράκτορές του ήξερε την ετοιμασία της επανάστασης, πρόδωσε τα σχέδια των Ελλήνων στην οθωμανική κυβέρνηση. Οι Άγγλοι επίσης είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν εχθρότητα μεταξύ Μανιατών και Ρώσων και το πιο μαχητικό στοιχείο του Μωριά δεν πήρε μέρος στην εξέγερση.
Από τότε άρχισε η Αγγλία να παίζει ενεργητικό ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Όσο καιρό πολεμούσε τον Ναπολέοντα κρατούσε «φιλική» στάση απέναντι στην Ρωσία, όταν όμως εκτοπίστηκαν οι Γάλλοι από την μεσόγειο έβαλε χέρι στα Επτάνησα, τα οποία ήταν αυτόνομα από το 1800, μετά την απελευθέρωσή τους από τον στόλο του Ρώσου ναυάρχου Θεόδωρου Ουσακώφ. Το 1809 έκανε κατοχή στα μικρότερα νησιά και το 1815 κατέλαβε την Κέρκυρα και τους Παξούς. Η Πάργα, που ήταν πριν υπό γαλλική κτήση, για να μην παραδοθεί στους Τούρκους ζήτησε αγγλική προστασία. Οι Άγγλοι δέχθηκαν την αίτηση των Παργιανών, αντ’ αυτού όμως πούλησαν την Πάργα στους Τούρκους το 1818 έναντι 156 χιλιάδων λιρών και οι Τούρκοι αναγνώρισαν την αγγλική κατοχή στα Επτάνησα. Έτσι, την Μεγάλη Παρασκευή του 1819 οι Παργιανοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, με τους Άγγλους να μην τους επιτρέπουν να πάρουν τίποτα από την κινητή περιουσία τους.
Στα Επτάνησα οι Άγγλοι προσεταιρίστηκαν τα πλουτοκρατικά και φεουδαρχικά στοιχεία τους λεγόμενους καταχθόνιους και εφάρμοσαν ωμή τρομοκρατία. Κάθε φορά που ο λαός ζητούσε το δίκιο του οι Άγγλοι έπαιρναν σκληρά μέτρα. Οι φυλακές είχαν γεμίσει, οι αρχηγοί του λαού είχαν εξοριστεί, ενώ πολλοί από τους λαϊκούς αγωνιστές κρεμάστηκαν. Χωριά ολόκληρα κάηκαν. Ο τύπος φιμώθηκε και η πείνα ξεκλήρισε τις λαϊκές μάζες.

Η στάση της Αγγλίας κατα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821

Στην αρχή οι Άγγλοι νόμιζαν ότι την επανάσταση την υποκίνησαν οι Ρώσοι γι’ αυτό κράτησαν φανερά εχθρική στάση. Ο αγγλικός και αυστριακός στόλος εφάρμοσαν στενό αποκλεισμό στην επαναστατημένη Ελλάδα και οι Άγγλοι πρόξενοι πρόδιδαν τις κινήσεις των επαναστατών στους Τούρκους πασάδες. Ο Άγγλος μάλιστα αρμοστής των Επτανήσων Μαίτλαντ φέρθηκε πολύ απάνθρωπα τόσο στους Φιλικούς του Ιονίου όσο και στα γυναικόπεδα που κατέφυγαν εκεί από τον Μωριά και την Ρούμελη για να σωθούν από τις σφαγές των Τούρκων. Πολλά εξ αυτών καταδιώχθηκαν από τα νησιά, ενώ αλλά ακόμη παραδόθηκαν στους Τούρκους, οι οποίοι και τα έσφαξαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι Άγγλοι τόρρυδες, εφαρμόζοντας πιστά την πολιτική του Πιττ, που τόνισε το 1792 πως «δεν πρέπει να αφήσουμε την Ρωσία να μεγαλώσει και παράλληλα την Τουρκία να αδυνατίσει», έδωσαν οδηγίες στους πράκτορές τους στην Ανατολική Μεσόγειο να κρατήσουν εχθρική στάση απέναντι στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Γι’ αυτό και ο υπουργός λόρδος Λοντόντερυ, ο οποίος χλεύαζε τον ελληνικό αγώνα και αποκαλούσε τους Έλληνες ανθρωπάρια ανάξια να ξεσκλαβωθούν, δήλωνε πως επιθυμεί να καταστεί η Ελλάδα «όσο το δυνατόν λιγότερο επικίνδυνη και ο λαός της μικρόψυχος σαν τις φυλές του Ινδοστάν». Ο Λοντόντερυ μάλιστα, όταν συναντήθηκε με τον αυστριακό καγκελάριο Μέττερνιχ στο Αννόβερο για να συζητήσουν πάνω στο ελληνικό ζήτημα, συμφώνησε ότι με κανένα τρόπο δεν πρέπει να επιτραπεί σε καμία δύναμη να διαμελίσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, διώχνοντας τους Τούρκους από την Ευρώπη.
Ο  Άγγλος πρεσβευτής πάλι στην Πόλη Στάγγφορτ δέχθηκε πρόταση από τον σουλτάνο να μετακληθούν από την Μάλτα μερικά αγγλικά πολεμικά πλοία για να «καθαρίσουν» τον ελληνικό στόλο από το Αιγαίο, ενώ έδινε τακτικά οδηγίες και συμβουλές για την ταχύτερη κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης. Την περίοδο αυτή η αγγλική πολιτική ήταν ξεκάθαρα εχθρική προς τον ελληνικό αγώνα και μόνο μερικοί προοδευτικοί Άγγλοι, όπως ο ποιητής Λόρδος Βύρων, έδειχναν την συμπάθειά τους στο αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος.
Όταν όμως ύστερα από τις σφαγές της Χίου ξεσηκώθηκε τόσο η κοινή γνώμη της Ευρώπης ενάντια στην Τουρκία ώστε αναγκάστηκε ακόμη και ο Μέττερνιχ να συστήσει στον σουλτάνο μετριοπάθεια, το Φόρεϊν Όφφις έκανε πως και αυτό ενδιαφέρεται για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, στην πραγματικότητα όμως είχε δώσει οδηγίες στον σουλτάνο να μην υποχωρήσει.
Παράλληλα, ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Φίλλιπος Γκρην στάθηκε ο χειρότερος εχθρός του ελληνικού αγώνα και αισχρός καταδότης. Όχι μόνο προσπαθούσε να απογοητεύσει τους Πατρινούς και τους Μωραΐτες, αλλά και έδινε πληροφορίες στους Τούρκους για τις κινήσεις τους επαναστατικού στρατού και ακόμα παρέδωσε Έλληνες στους Τούρκους για σφαγή, έφερε μία ώρα αρχύτερα το Γιουσούφ πασά από την Ήπειρο στην Πάτρα και κατακρατούσε την αξία της σταφίδας που αγόρασε από τους χριστιανούς.
Ωστόσο, ανεπίσημα Άγγλοι πράκτορες στην Ελλάδα προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν αγγλόφιλο κόμμα για να ζητήσουν οι Έλληνες την προστασία της Αγγλίας. Οι πράκτορες αυτοί, που είχαν την έδρα τους στην Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, από την αρχή ακόμα της επανάστασης άρχισαν να προπαγανδίζουν την ιδέα της αγγλικής «προστασίας». Υπάρχουν έγγραφα που μας πληροφορούν ότι ο Μπέης της Μάνης Μαυρομιχάλης ήρθε σ’ επαφή με τέτοιους ανεπίσημους Άγγλους πράκτορες και έγραψε κιόλας επιστολή στον Μερκάτη στην Κέρκυρα παρακαλώντας τον να καταστήσει γνωστές τις απόψεις του στον Μαίτλαντ. Επίσης ο κοτζαμπάσης του Μωριά Κρεββατάς στις 16 Απρίλη του 1821 αλληλογραφούσε με το ζακυνθινό Στεφάνου προκειμένου να δοθεί η κατοχή της Πελοποννήσου στους Άγγλους.
Τρία χρόνια αργότερα όμως, επειδή η επανάσταση περνούσε μεγάλη κρίση, οι πράκτορες των Άγγλων κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ισχυρή αγγλόφιλη μερίδα. Δεν ήταν τώρα μόνο οι κοτζαμπάσηδες του Μωριά που ζητούσαν αγγλική «προστασία», ήταν και πολλοί μεγαλοκαραβοκυραίοι νησιώτες, καθώς και Φαναριώτες έχοντας επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ύστερα από πολλές παρασκηνιακές ενέργειες τους Μαυροκορδάτου, ο προσωρινός γενικός γραμματέας της κυβέρνησης Ρόδιος έγραψε στις 24 Αυγούστου 1824 στον Άγγλο υπουργό Κάννινγκ ζητώντας την προστασία της Αγγλίας. Ο Κάννινγκ όμως απάντησε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα γιατί η Αγγλία κρατεί αυστηρή ουδετερότητα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, μπορεί όμως να προσφέρει την μεσολάβησή του για ειρήνευση των εμπολέμων αν του ζητηθεί.
Έτσι, το καλοκαίρι του 1825, η αγγλική προπαγάνδα κατάφερε να γίνει μία αναφορά στην κυβέρνηση της Αγγλίας, την οποία υπέγραψαν κάμποσοι οπλαρχηγοί και οι πιο πολλοί Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, όπου δήλωναν πως πάρθηκε απόφαση «να θέσουν εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής υπάρξεως του ελληνικού έθνους υπό την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεταννίας».
Οι επίσημοι Άγγλοι αυτήν την φορά δεν ήταν τόσο επιφυλακτικοί όπως πριν, γιατί στο μεταξύ η τσαρική Ρωσία άρχισε να κινείται ενάντια στην Τουρκία και πρότεινε να χωριστεί η Ελλάδα σε ηγεμονίες όμοιες με το καθεστώς της Μολδοβλαχίας. Αυτή η πολιτική της Ρωσίας τάραξε το Φόρεϊν Όφφις και ανάγκασε τον Κάννινγκ να προσποιηθεί τον «φιλέλληνα». Πάντα όμως ως το 1828 ο «φιλελληνισμός» των Άγγλων εκδηλώνονταν στην πρότασή τους να ανακηρυχθεί η Πελοπόννησος μισοανεξάρτητη επαρχία, με απώτερο στόχο να προσαρτηθεί στην πρώτη ευκαιρία στο αγγλοκρατούμενο «κράτος» των Ιονίων νήσων.
Γι΄ αυτό, όταν ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτων, τον Οκτώβριο του 1827, παρασύρθηκε από το συνάδελφό του Ρώσο και ναυμάχησε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο, ο Άγγλος υπουργός Ουέλινγκτων δήλωσε πως με κανένα τρόπο «δεν πρέπει η Ελλάδα να παύσει να εξαρτιέται από την Τουρκία» και ο Άγγλος βασιλιάς στην Βουλή των Λόρδων εξέφραζε την μεγάλη του λύπη για την εχθρική ενέργεια ενάντια σε φιλικό κράτος.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος όμως του 1828-1829 και οι νίκες των Ρώσων ανάγκασαν την αγγλική κυβέρνηση να δεχθεί τα τετελεσμένα γεγονότα. Είναι αλήθεια πως το Φόρεϊν Όφφις προσπάθησε και πριν ακόμη κηρυχθεί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος να προσεταιριστεί την γαλλική κυβέρνηση για να κανονίσουν ενιαία πολιτική στο ελληνικό ζήτημα. Δεν τα κατάφερε όμως γιατί η Γαλλία ήθελε τα σύνορα της Ελλάδας να περιλάβουν και την Αττική, ενώ οι Άγγλοι υποστήριζαν πως μόνο η Πελοπόννησος πρέπει να αυτονομηθεί.
Αντίθετα, οι αντιπρόσωποι της Ρωσίας επέμειναν πως πρέπει η Κρήτη, η Σάμος, η Θεσσαλία και η νότια Μακεδονία να συμπεριληφθούν στα σύνορα του ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν συνέφερε την Αγγλία και αντέδρασε όσο μπορούσε. Έχοντας την Γαλλία και την Αυστρία σύμφωνες, μπόρεσε αποτελεσματικά να αντικρούσει τις ρωσικές προτάσεις ή πιο σωστά να τις ψαλλιδίσει.
Αλλά παρ’ όλες τις αντιδράσεις της Αγγλίας και της Αυστρίας η ρωσική διπλωματία, ύστερα από τις ρωσικές νίκες, είχε πια πολλά ατού στα χέρια της και έτσι στην ρωσοτουρκική συνθήκη που υπογράφηκε στην Ανδριανούπολη (1829) μπήκε ειδικό άρθρο (10ο) που εξασφάλιζε την εθνική ανεξαρτησία της αγωνιζόμενης Ελλάδας.
Ωστόσο, ο αγγλορωσικός ανταγωνισμός συνεχίστηκε και ύστερα από την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η Αγγλία ποτέ δεν έπαυσε να κατατρέχει την μικρή Ελλάδα, εκβιάζοντάς την με απειλές και πιέσεις ν’ ακολουθεί την πολιτική του Φόρεϊν Όφφις, που θα πει σε τελευταία ανάλυση πως οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές ήθελαν να αποικιοποιήσουν την Ελλάδα.

Οι αγγλικές επεμβάσεις στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862)

Το 1832 οι τρεις δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) εξέλεξαν ως βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα. Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος διορίστηκε Αντιβασιλεία από τον Άρμανσμπεργκ, τον Μάουερ και τον Έυδεκ. Το Φόρεϊν Όφφις όμως κατάφερε να πάρει μαζί του τον Άρμανσμπεργκ και να κηδεμονεύει μέσω αυτού την Ελλάδα, ενώ όλοι οι αγγλόφιλοι πήραν τις ανώτερες θέσεις στην κρατική ελληνική μηχανή. Πρώτα πρώτα ο Άγγλος πρεσβευτής Ντώκινς, που έπαιζε το ρόλο του υπερπρωθυπουργού, θέλησε να διαλύσει το ρωσόφιλο κόμμα, αρχηγός του οποίου ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Σκηνοθέτησαν έτσι σε βάρος του Γέρου του Μωριά κατηγορία ότι ετοίμαζε κίνημα ανατρεπτικό. Έγιναν διώξεις και ο Κολοκοτρώνης κλείστηκε στην φυλακή. Ο Άγγλος Μάσσων μάλιστα εκτελώντας χρέη εισαγγελέα, μεταχειρίστηκε τον ένδοξο αγωνιστή σα να ήταν κοινός κακούργος και στο τέλος, ασκώντας στο δικαστήριο βία, τον καταδικάσανε σε θάνατο.
Ο Άρμανσμπεργκ λοιπόν ήταν πανίσχυρος γιατί είχε από πίσω την αγγλική υποστήριξη. Η Γαλλία περνούσε εσωτερική κρίση και η Ρωσία μόνη της δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η Αγγλία ακόμη κατόρθωσε να παραμερίσει στην αρχή το Μάουερ και τον Έυδεκ κι αργότερα να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με τον Άβελ και Γκράινερ, που διατάχθηκαν από τον βασιλιά της Βαυαρίας να είναι «ευπειθείς στον Άρμανσμπεργκ», δηλαδή εκτελεστές των εντολών του Ντώκινς. Έτσι η πολιτική του Φόρεϊν Όφφις επικρατούσε πέρα για πέρα στα χρόνια της Αντιβασιλείας.
Την ίδια πολιτική ακολούθησε η Αγγλία και τα χρόνια που ενηλικιώθηκε ο Όθωνας. Σταδιακά όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Το αγγλόφιλο κόμμα του Μαυροκορδάτου και του Σ. Τρικούπη δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί το Φόρεϊν Όφφις να κηδεμονεύει με τους Έλληνες πράκτορές του το ελληνικό κράτος. Το γαλλικό κόμμα με τον Κωλέττη επικεφαλής και το ρωσόφιλο με τον Μεταξά, είχαν ανασυνταχθεί και ασκούσαν μεγάλη επιρροή, γιατί είχαν μαζί τους τις λαϊκές μάζες. Για μια ορισμένη μάλιστα περίοδο το γαλλικό κόμμα ήταν πανίσχυρο και ο Όθωνας υποχείριος στον Κωλέττη ως το 1847.
Τα χρόνια αυτά η Αγγλία αντιμετώπιζε στα Βαλκάνια και την Μεσόγειο όχι μόνο την ρωσική επιρροή, αλλά και την γαλλική και την αυστριακή. Η Αυστρία ήταν μεγάλη αυτοκρατορία και είχε και αυτή βλέψεις να κατέβει στο Αιγαίο και να καταλάβει μία μέρα την Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό ο ρυθμιστής της Αυστριακής επιρροής Μέττερνιχ, που τόσο κατέτρεξε του Έλληνες κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, έδειχνε τώρα μεγάλο ενδιαφέρον για τα πράγματα της Ελλάδας και προσπαθούσε να δημιουργεί κάθε τόσο ζητήματα για να μπορεί να κερδίζει από την «φιλία» του προς τους Τούρκους ορισμένα ανταλλάγματα. Ξεκινώντας από την βασική αυτή αρχή προσπάθησε να καταστήσει τον Όθωνα όργανό του και ως ένα σημείο το πέτυχε.
Στο μεταξύ, η αγγλική κυβέρνηση ζητούσε συνεχώς τους τόκους και το χρεολύσιο από το δάνειο που είχε δώσει στην Ελλάδα όταν ήρθε ο Όθωνας, ενώ υπονόμευε τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ώστε να βρει αφορμή να επέμβει στα εσωτερικά της Ελλάδας και να την ταπεινώσει. Παράλληλα, έβαλε τους πράκτορές της στην Ελλάδα να οργανώσουν στάσεις. Μία τέτοια συνέβη τον Ιανουάριο του 1847 στην δυτική Ρούμελη για να ρίξει την γαλλόφιλη κυβέρνηση και να φέρει στα πράγματα το αγγλόφιλο κόμμα. Για κάμποσο καιρό σημειώθηκαν ανταρσίες στις πιο πολλές επαρχίες και οι στασιαστές εύρισκαν την φανερή και κρυφή υποστήριξη των Άγγλων.
Έτσι η Αγγλία έψαχνε διαρκώς αφορμή για να ταπεινώσει και να εξευτελίσει την Ελλάδα. Η αφορμή που έψαχνε η Αγγλία παρουσιάστηκε το Πάσχα του 1847, όταν κακοποιήθηκε στην Αθήνα ο Εβραίος Πατσίφικος, που είχε αγγλική υπηκοότητα. Βαλμένος από την αγγλική πρεσβεία ζήτησε αποζημίωση 887.000 δραχμές για τα έπιπλα που του έκαψαν. Μα ο κυριότερος λόγος του επεισοδίου ήταν η από χρόνια επιμονή της αγγλικής κυβέρνησης να κάνει κατοχή σε δύο μικρά νησάκια, το Λαφονήσι και την Σαπιέντζα, που βρίσκονται έξω από το Λακωνικό κόλπο και είναι ακατοίκητα. Ήθελε να τα κάνει βάσεις με απώτερο σκοπό να βάλει πόδι μία μέρα στον Μωριά.
Οι Άγγλοι, με τις αλλεπάλληλες διακοινώσεις τους στην ελληνική κυβέρνηση, έτριζαν τα δόντια τους αλλά δε βιάζονταν να δράσουν. Αυτό το έκαναν μόνο στο τέλος του 1849, όταν στάθμισαν τα πράγματα και ήταν βέβαιοι πως οι άλλες δυνάμεις δεν θα τους ενοχλούσαν, καθώς ήταν απορροφημένοι από τις ανωμαλίες που είχε δημιουργήσει στην Ευρώπη η επαναστατική θύελλα του 1848. Διέταξαν λοιπόν τον Άγγλο στόλαρχο της αγγλικής μεσογειακής μοίρας Πάρκερ να έρθει στον Πειραιά και να ζητήσει τελεσιγραφικά, μέσα σε 24 ώρες, να γίνουν δεκτές οι αγγλικές αξιώσεις. Επίσης ο Άγγλος πρεσβευτής Ουάις έγινε τότε θρασύς, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν υποχώρησε. Έτσι άρχισε ο αγγλικός αποκλεισμός που κράτησε τέσσερεις μήνες. Χιλιάδες πέθαναν από την πείνα γιατί σταμάτησε κάθε εισαγωγή και εμπορική κίνηση και δεν υπήρχε ούτε δράμι ψωμί σε πολλές επαρχίες.
Και ποιος ξέρει πόσο καιρό ο Πάρκερ θα καταπίεζε τον ελληνικό λαό, αν δεν επενέβαιναν οι Γάλλοι και οι Ρώσοι για να αναγκάσουν του Άγγλους να λύσουν τον αποκλεισμό. Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας και μη, μπροστά στην ωμή βία, πλήρωσε στην Αγγλία 330.000 δραχμές αποζημίωση, ενώ αργότερα η ανάκριση που έγινε απέδειξε πως η ζημιά που έγινε στον Πατσίφικο δεν ξεπερνούσε τις 3.700.
Δεν πέρασαν ούτε τέσσερα χρόνια και η Αγγλία, που κατέτρεξε τις εθνικές διεκδικήσεις του ελληνικού λαού στην Ήπειρο και την Θεσσαλία, ενεργεί μαζί με την Γαλλία νέο αποκλεισμό το 1854 για να εμποδίσουν την Ελλάδα να βοηθήσει τις επαναστατικές δυνάμεις του αλύτρωτου ελληνισμού. Η αγγλογαλλική κατοχή κρατάει τρία χρόνια και ο Μαυροκορδάτος σχημάτισε κάτω από τις κατάρες του ελληνικού λαού αγγλόφιλη κυβέρνηση, το υπουργείο κατοχής, όπως ονομάστηκε.
Στο μεταξύ ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) έδωσε την νίκη στους αγγλογάλλους και η συνθήκη του Παρισιού (1856) υποδουλώνει οικονομικά την Τουρκία στους Άγγλους, που αναλαμβάνουν πια στα φανερά να εμποδίσουν κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των σκλαβωμένων λαών της Βαλκανικής και να υπερασπιστούν και με τα όπλα την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μα για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους αυτά οι Άγγλοι τόρρυδες έπρεπε να εκθρονίσουν τον Όθωνα, που ήταν πότε όργανο της Γαλλίας, πότε του τσάρου και πότε της αυστριακής πολιτικής και ο εκπρόσωπος του μεγαλοϊδεατισμού. Για να το καταφέρουν αυτό έπρεπε ο Άγγλος πρεσβευτής να παίζει ένα διπρόσωπο παιχνίδι. Να κάνει τον φίλο του Όθωνα από την μία μεριά και από την άλλη να ενισχύει στα κρυφά τα δημοκρατικά στοιχεία, που ετοίμαζαν πανελλήνια εξέγερση κατά του αυταρχισμού της αυλής. Έστειλαν μάλιστα στην Ελλάδα με έκτακτη αποστολή τον Έλλιοτ που είχε διακριθεί «για εκθρονίσεις βασιλέων» και ζήτησε να σχηματισθεί άλλο υπουργείο και να εφαρμοσθεί το σύνταγμα. Ο Όθων υποχώρησε μόνο στο πρώτο αίτημα και ανέθεσε στον Γενναίο Κολοκοτρώνη να σχηματίσει το νέο υπουργείο (26 Μάη 1862).
Η τύχη του Όθωνα είχε πια κριθεί. Η αγγλική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά την αντιοθωνική εξέγερση (23 Οκτωβρίου 1862) και τα δημοκρατικά φρονήματα του ελληνικού λαού για να δημιουργήσει νέο αγγλόφιλο κόμμα στην Ελλάδα, δίνοντας υποσχέσεις και εξαγοράζοντας συνειδήσεις. Τέτοια ήταν σε μεγάλη συντομία η πολιτική των Άγγλων απέναντι στην Ελλάδα τα τριάντα πρώτα χρόνια της εθνικής της ανεξαρτησίας.

Η σημαία της Ιονίου Πολιτείας (1815 – 1864)

Τα Επτάνησα και η αγγλική πολιτική

Η αγγλική κατοχή των Επτανήσων (Ιόνιος Πολιτεία, 1815-1864) δεν είχε προκαλέσει έντονη αντίδραση της Γαλλίας, Αυστρίας και Ρωσίας ως το 1850, που ήταν οι τότε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το 1855 όμως τα πράγματα άλλαξαν γιατί ο Άγγλος αρμοστής Γιούγκ με υπόμνημά του πρότεινε τα πέντε νησιά να ενωθούν με την Ελλάδα, μιας και ο πληθυσμός εξεγείρονταν και δημιουργούσε συνεχώς ζητήματα στην Αγγλία, ενώ η Κέρκυρα και οι Παξοί να γίνουν αγγλικές αποικίες σαν την Μάλτα και έτσι οι Άγγλοι να κλείσουν για πάντα στους ξένους στόλους την Αδριατική θάλασσα. Η Αυστρία διαμαρτυρήθηκε με τον πιο έντονο τρόπο, το ίδιο και η Γαλλία και η Ρωσία, με αποτέλεσμα να σταλεί στα νησιά ο Γλάδστων (Νοέμβριος 1858) για να μελετήσει την κατάσταση και να προτείνει νέες λύσεις, που θα ικανοποιούσαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Την ίδια ώρα στην ελεύθερη Ελλάδα τα δύο κόμματα, το γαλλόφιλο και το ρωσόφιλο, επηρέαζαν την πλειοψηφία του λαού και στους Έλληνες του εξωτερικού είχε δημιουργηθεί αντιαγγλικό πνεύμα, γι’ αυτό και το Φόρεϊν Όφφις με τους πράκτορές του διέδωσε πως η Αγγλία δε σκοπεύει να κρατήσει για πάντα τα Επτάνησα, αλλά θα ιδρύσει με βασιλιά τον Άγγλο πρίγκιπα Αλφρέδο ένα δεύτερο ελληνικό κρατίδιο στο Ιόνιο πέλαγος, όπου θα προσαρτηθούν η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Κρήτη.
Το δόλωμα όμως δεν έπιασε. Στα Επτάνησα το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ολοένα φούντωνε, ενώ στην Ήπειρο, Κρήτη και Θεσσαλία λίγοι ήταν που πίστεψαν τέτοιες διαδώσεις. Γι’ αυτό το 1861 ο Πάλμερστων πρότεινε στον Σπ. Τρικούπη πως είναι πρόθυμος να παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα με το ρητό όρο: «να υποσχεθεί κατηγορηματικά η ελληνική κυβέρνηση και ν’ αναλάβει την υποχρέωση να μην ενοχλήσει στο μέλλον ούτε φανερά ούτε κρυφά την οθωμανική αυτοκρατορία».
Αφού όμως απέτυχε η αγγλική κυβέρνηση ν’ αποσπάσει μια τέτοια κατηγορηματική υπόσχεση, εργάστηκε όπως είδαμε για την εκθρόνιση του Όθωνα. Κι όταν το πέτυχε, φανερά πια ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα προπαγάνδισε την ιδέα να εκλεγεί ο πρίγκιπας Αλφρέδος βασιλιάς της Ελλάδας. Οι αγγλόφιλοι μάλιστα οργάνωσαν και συλλαλητήριο στις αρχές του 1862, όπου μίλησε και ο Άγγλος πρεσβευτής. Έτσι δημιουργήθηκε μεγάλο αγγλόφιλο ρεύμα και η δημοκρατική επαναστατική κίνηση ανακόπηκε.
Η αγγλική πρεσβεία της Αθήνας έκανε το παν για να παρουσιάσει την Αγγλία σαν την πραγματική προστάτιδα της Ελλάδας, αρκεί να εκλέγονταν ο πρίγκιπας Αλφρέδος βασιλιάς. Είναι αλήθεια πως ο λαός πίστεψε στις υποσχέσεις που έδιναν οι Άγγλοι πράκτορες και στο δημοψήφισμα που έγινε έδωσε την ψήφο του στον Αλφρέδο, αλλά η Γαλλία και η Ρωσία αντέδρασαν έντονα και έτσι η αγγλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι τρεις δυνάμεις ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις προτείνανε στο τέλος για βασιλιά της Ελλάδας το νεαρό πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Γλύξμπουργκ.
Μόλις διώχτηκε ο Όθωνας, ο Άγγλος πρεσβευτής Έλλιοτ υπέβαλε υπόμνημα στην προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, στο οποίο κατηγορηματικά τονιζόταν ότι: α) η ελληνική κυβέρνηση στο μέλλον πρέπει να μην ενεργήσει καμία επιθετική πράξη κατά της Τουρκίας και β) ό,τι ο νέος βασιλιάς πρέπει να μην είναι από εκείνους που ευνοούν επαναστατικά κινήματα κατά της Τουρκίας. Αν γίνουν δεκτές οι υποδείξεις αυτές τότε η Αγγλία είναι πρόθυμη να παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα.
Απ’ όλα αυτά στην Εθνοσυνέλευση του 1863 ακούστηκαν έντονες κατηγορίες για την σκανδαλώδη ανάμιξη της Αγγλίας στα εσωτερικά της Ελλάδας. Η αγγλική όμως επιρροή ήταν πολύ μεγάλη την περίοδο αυτή. Υπήρχαν πολλοί αγγλόδουλοι μέσα στην Εθνοσυνέλευση και γι’ αυτό ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ φαινόταν σαν κυρίαρχος. Επ’ αφορμή μάλιστα ενός επεισοδίου, που έγινε εις βάρος κάποιας ξένης γυναίκας, έδωσε αυστηρό έγγραφο στην ελληνική κυβέρνηση όπου μαζί με άλλα κατηγορούσε την αντιπολίτευση πως είναι όργανο της ρωσικής προπαγάνδας.
Το χειρότερο είναι πως ο νεαρός βασιλιάς Γεώργιος δέχθηκε τον θρόνο αναλαμβάνοντας ορισμένες υποχρεώσεις απέναντι στην Αγγλία. Κ’ ενώ η μάνα του Λουΐζα έβριζε την ελληνική αντιπροσωπεία, που πήγε να του προσφέρει το στέμμα, λέγοντας στον άνδρα της Χριστιανό «πότε επιτέλους θα ξεφορτωθούμε αυτούς τους καταραμένους και παλιανθρώπους Έλληνες», αυτός δεχόταν όλες τις αξιώσεις του Φόρεϊν Όφφις. Σαν ταπεινός δούλος της αγγλικής κεφαλαιοκρατίας, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του ελληνικού λαού, ανέλαβε την υποχρέωση απέναντι στην Μ. Βρετανία πως δεν θα επιδιώξει την αύξηση του ελληνικού κράτους σε δαπάνη της Τουρκίας. Κι ακόμη δέχθηκε, χωρίς να ρωτήσει την Εθνοσυνέλευση, να γκρεμίσει η Αγγλία τα φρούρια της Κέρκυρας και να κηρυχθεί η Ελλάδα ουδέτερη.
Έτσι, η παραχώρηση των Επτανήσων έγινε με όρους δεσμευτικούς για την Ελλάδα, με όρους που ουσιαστικά σήμαιναν πως καταλύονταν η εθνική ανεξαρτησία και η Ελλάδα γινόταν μισοαποικία αγγλική. Γι’ αυτό ακούστηκαν έντονες διαμαρτυρίες μέσα στην ελληνική βουλή και μάλιστα από τους βουλευτές που έστειλε για πρώτη φορά η Επτάνησος.
Η πλουτοκρατική και ιμπεριαλιστική Αγγλία είχε κερδίσει μια μεγάλη νίκη στην Ελλάδα. Ναι μεν δεν πέτυχε να στείλει βασιλιά τον δικό της πρίγκιπα Αλφρέδο, κατάφερε όμως να διοριστεί ο νεαρός Δανός πρίγκιπας Γεώργιος Γλύξμπουργκ, που δέχθηκε να γίνει πειθήνιο όργανό της. Οι Άγγλοι έδωσαν τα Επτάνησα αλλά έβαλαν επικεφαλής του κράτους έναν πράκτορα τους που εργάστηκε όλα τα χρόνια της βασιλείας του για να προδίδει τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό ο Γ. Φιλάρετος είχε πολύ δίκαιο γράφοντας «φοβού τους Άγγλους και δώρα φέροντας».

Λιθογραφία από Γαλλική εφημερίδα του 19ου αιώνος. Η λεζάντα λέει: «Οι λεπτοί τρόποι με τους οποίους οι Άγγλοι απαιτούν την εξόφληση δανείου από έναν φιλικό λαό. 24 ώρες διορία, 12% επιτόκιο!»

Οι αγγλικές επεμβάσεις στα χρόνια της της βασιλείας του Γεωργίου Α’ (1864-1913)

Η αγγλική κυβέρνηση, επειδή ο βασιλιάς ήταν πολύ νεαρός, φρόντισε να του δώσει για συμβουλάτορα τον κόμη Σπόννεκ, ο οποίος ήταν όργανο του Φόρεϊν Όφφις. Έτσι για μερικά χρόνια ασκούσε αυτός ουσιαστικά την βασιλική εξουσία, εκτελώντας εννοείται πιστά ό,τι του πρόσταζε ο Άγγλος πρεσβευτής. Επαναλήφθηκε δηλαδή η ιστορία του Άρμανσμπεργκ. Ο υπερπρωθυπουργός όμως αυτός δεν άργησε να δημιουργήσει ένα σωρό ζητήματα, με τον αέρα που είχε.
Επειδή στην Εθνοσυνέλευση ακούγονταν από την δημοκρατική παράταξη και από τους βουλευτές της Επτανήσου επικρίσεις της αγγλικής πολιτικής, ο Σπόννεκ ζήτησε υπό την ιδιότητά του την επέμβαση της αγγλικής κυβέρνησης, ώστε μέσω του εν Ελλάδι αγγλικού κόμματος να επιβληθεί η θέληση της Αυλής για συντόμευση των περί συντάγματος συζητήσεων. Αυτή η παρέμβαση του Σπόννεκ δημιούργησε μεγάλο αναβρασμό γιατί ήταν μεγάλη προσβολή στην εθνική συνέλευση, που ήταν κυρίαρχο συντακτικό σώμα.
Η αγγλική πολιτική όμως, έχοντας πειθήνια όργανά της τον Θεόδωρο Δεληγιάννη και τον Δημήτριο Βούλγαρη, δεν έδινε σημασία σε αυτές τις επικρίσεις και διαμαρτυρίες και εξακολούθησε να ασκεί πίεση στην Εθνοσυνέλευση, ώσπου την διέλυσε. Λίγα χρόνια όμως αργότερα, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Κουμουνδούρος, ο Άγγλος πρεσβευτής, επειδή έγινε στην Ζάκυνθο μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στους μεγαλοκτηματίες και αγγλόδουλους, διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε την αυστηρή τιμωρία των υπευθύνων. Ο Κουμουνδούρος όμως απάντησε πως δεν αναγνωρίζει σε καμία ξένη δύναμη να επεμβαίνει στα εσωτερικά του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ήταν η πρώτη φορά που Άγγλος πρεσβευτής έπαιρνε τέτοιο μάθημα. Αυτή όμως η στάση του Κουμουνδούρου του κόστισε την πρωθυπουργία. Ο Άγγλος πρεσβευτής ήθελε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας να είναι αγγλόδουλος, γι’ αυτό ενήργησε έτσι ώστε να αντικατασταθεί από τον Δ. Βούλγαρη (9 Ιούνη 1866).
Δεν μπόρεσε όμως να μείνει πολύ γιατί το λαϊκό αίσθημα ήταν αντίθετο και ο Κουμουνδούρος είχε πίσω του την πλειοψηφία του λαού. Έτσι ο βασιλιάς αναγκάστηκε και πάλι να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Κουμουνδούρο. Ύστερα από ένα χρόνο όμως η αγγλική κυβέρνηση επέβαλε να σχηματιστεί νέο υπουργείο με πρωθυπουργό πάλι τον αγγλόδουλο Βούλγαρη (25 Ιανουαρίου 1868). Για να είναι η αγγλική κυβέρνηση πιο σίγουρη πως το κόμμα του Κουμουνδούρου, που εργαζόταν για την συνεννόηση με άλλους βαλκανικούς λαούς Σέρβους και Ρουμάνους δε θα μπορέσει να αντιδράσει στην αγγλική πολιτική που εφαρμοζόταν στην Ελλάδα από τον Βούλγαρη και τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ, έβαλε την τουρκική κυβέρνηση να επιδώσει στην ελληνική τελεσίγραφο (29 Νοεμβρίου-11 Δεκεμβρίου 1869) ζητώντας να εφαρμοστεί ειρηνόφιλη πολιτική.
Επειδή όμως ο Βούλγαρης, παρ’ όλες τις δημαγωγίες και τις ραδιουργίες του, δε μπόρεσε να δημιουργήσει υπολογίσιμο κόμμα, οι Άγγλοι πράκτορες εργάστηκαν με χίλια δύο μέσα και προσεταιρίστηκαν τον Επ. Δεληγεώργη. Έτσι από τον Ιούλη του 1874 ως το τέλος της ίδιας χρονιάς κυβέρνησε την χώρα ο νέος πράκτορας των Άγγλων Δεληγεώργης. Δε μπόρεσε όμως να κρατηθεί στην εξουσία, γιατί η αντιαγγλική παράταξη του Κουμουνδούρου καθημερινά κέρδιζε έδαφος και είχε την πλειοψηφία του λαού μαζί της.
Ο βασιλιάς Γεώργιος, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε να καλέσει τον Κουμουνδούρο να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτός όμως με υπόμνημά του, τόνισε κατηγορηματικά πως θα δεχθεί την εντολή αν παύσει η αυλή να ακολουθεί αγγλόφιλη πολιτική. Το συμφέρον της Ελλάδας, έγραφε στο υπόμνημά του, είναι να τα έχει καλά και με τις τρεις δυνάμεις (Γαλλία, Ρωσία και Αγγλία) κι όχι να ακολουθεί μονόπλευρη πολιτική σύμφωνα με τις υποδείξεις τις αγγλικής πρεσβείας. Ακόμα τόνιζε πως έπρεπε να αντικατασταθούν ορισμένοι πρεσβευτές που έχουν γίνει όργανα της αγγλικής πολιτικής. Ο βασιλιάς που ήταν υποχείριο του Φόρεϊν Όφφις αρνήθηκε να κάνει δεκτές τις αξιώσεις του Κουμουνδούρου και του απάντησε πως «η εξωτερική πολιτική είναι πολιτική ειρήνης ή πολέμου, διανοούμαι όμως να διατηρήσω φιλειρηνική (απέναντι της Τουρκίας) πολιτική». Δηλαδή εφάρμοζε την πατροπαράδοτη πολιτική της Μ. Βρετανίας, που ήταν πέρα για πέρα φιλοτουρκική!
Από παντού ακούγονταν διαμαρτυρίες και ο λαϊκός αναβρασμός μέρα με την μέρα φούσκωνε όλο και πιο πολύ. Μπροστά στην κατάσταση αυτή η αυλική κλίκα, έχοντας και την συγκατάθεση του Άγγλου πρεσβευτή, έκανε υπόδειξη στον Βούλγαρη να παραβιάσει το σύνταγμα και να οργανώσει πραξικόπημα για την επιβολή μοναρχικού καθεστώτος. Ήταν όμως τέτοια η λαϊκή εξέγερση, που και ο αγγλόφιλος Χαρ. Τρικούπης δεν μπόρεσε να μείνει ουδέτερος. Είχε εξάλλου λόγους να είναι δυσαρεστημένος με το παλάτι και την αγγλική πρεσβεία γιατί είχαν πρωθυπουργοποιήσει τον αντίπαλό του Δεληγεώργη. Έτσι ο Τρικούπης έγραψε το περίφημο άρθρο του στους «Καιρούς», που ήταν αληθινό μαστίγωμα του Γεωργίου.
Μπροστά στον κίνδυνο να ενωθούν τα ισχυρότερα κόμματα, ο Γεώργιος, βλέποντας πως κλονίζεται αυτήν την φορά ο θρόνος του, αναγκάστηκε να συνέλθει και λίγο αργότερα κάλεσε τον κατήγορό του Χαρίλαο Τρικούπη να σχηματίσει κυβέρνηση (27 Απρίλη 1875). Ενώ λοιπόν στην Αθήνα η αυλή και οι ελληνικές κυβερνήσεις, που διορίζονταν με την συγκατάθεση της αγγλικής πρεσβείας, ακολουθούσαν αγγλόφιλη πολιτική, το Φόρεϊν Όφφις στα διπλωματικά παρασκήνια υποστήριζε με φανατισμό την Τουρκία. Και όταν πάλι κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878, η αγγλική διπλωματία με τους πράκτορές της εμπόδισε την Ελλάδα να πάρει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας.
Γι’ αυτό όταν έγινε το βερολίνειο συνέδριο, οι Άγγλοι αντιπρόσωποι αντιτάχθηκαν στην δικαίωση των ελληνικών διεκδικήσεων. Ενώ όμως παρουσιάζονταν υποστηρικτές της Τουρκίας, στο αναμεταξύ με μυστική συνθήκη κατάφεραν να αποσπάσουν από την Τουρκία την Κύπρο. Δεν πέρασαν από τότε πέντε χρόνια και η αγγλική διπλωματία στράφηκε προς την Βουλγαρία. Κατάφερε μάλιστα να αποσπάσει τους σλαβικούς λαούς της Βαλκανικής, να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας και στο τέλος να πιέσει την Τουρκία να αναγνωρίσει την ένωση της ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία.
Δύο χρόνια αργότερα, από ένα μικροεπεισόδιο βρήκε η αφορμή η αγγλική κυβέρνηση να δείξει πάλι τα μισελληνικά της αισθήματα. Στις 4 Ιανουαρίου του 1885 ο Άγγλος επιτετραμμένος Νίκολσον, παρά την απαγορευτική διαταγή, θέλησε να κάνει περίπατο στα Πευκάκια. Ο φύλακας δεν του επέτρεψε και τον έδιωξε. Τότε ο Νίκολσον όχι μόνο δεν αρκέστηκε στην τιμωρία του Φύλακα, αλλά έχοντας εντολή από το Λονδίνο θέλησε να ταπεινώσει το ελληνικό κράτος. Απειλώντας λοιπόν με βαριά αντίποινα, ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί, παρά τα διεθνή νόμιμα, να δοθεί στην πλατεία Συντάγματος κατά τρόπο εξευτελιστικό για το ελληνικό κράτος, ικανοποίηση στον Άγγλο διπλωμάτη.
Πέντε χρόνια αργότερα (1890) η αγγλική κυβέρνηση, που είχε βάλει το πόδι της από το 1882 στην Αίγυπτο, πίεσε τον χεβίδη της Αιγύπτου να φέρει σε δύσκολη θέση το ελληνικό στοιχείο με φορολογικά μέτρα πιεστικά και να εγκαινιάσει πολιτική εξόντωσης του αιγυπτιακού ελληνισμού.
Όταν πάλι ξέσπασε στην Αθήνα το στρατιωτικό κίνημα (Αύγουστος 1909) με έκδηλες στην αρχή αντιδυναστικές τάσεις, το αγγλικό ναυαρχείο έστειλε ένα μέρος του στόλου να περιπολεί στον Σαρωνικό, δείχνοντας έτσι πως αποδοκιμάζει την στρατιωτικολαϊκή εξέγερση. Η Μ. Βρετανία από την μία μεριά φοβότανε την εκθρόνιση του βασιλιά Γεωργίου, που ήταν πιστός και αφοσιωμένος πράκτοράς της, και από την άλλη οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές και πλουτοκράτες έτρεμαν μη δημιουργηθούν στην Ελλάδα κόμματα αρχών, που ν’ αντιπροσωπεύσουν τις λαϊκές τάξεις. Αυτό δε συνέφερε την αγγλική κεφαλαιοκρατία γιατί ήταν ο μεγαλύτερος δανειστής της Ελλάδας και είχε στενούς δεσμούς με την ελληνική κοτζαμπασιδοαστική ολιγαρχία.
Η αγγλική πρεσβεία μάλιστα κινητοποίησε όλους τους πράκτορές της για να δημιουργήσουν επεισόδια με σκοπό να δικαιολογήσει κατοχή του Πειραιά και της Αθήνας και παράλληλα να ταπεινώσει και διαλύσει το Στρατιωτικό σύνδεσμο. Στις 24 Δεκεμβρίου 1909 λοιπόν το βράδυ στα ανάκτορα έπιασε φωτιά. Η βασιλική οικογένεια έμενε στο Τατόι και κανένας δεν μπόρεσε να μάθει αν ήταν τυχαία η πυρκαγιά ή βαλτή. Είναι όμως χαρακτηριστικό, πως πριν καλά καλά ειδοποιηθούν οι πυροσβεστικές αντλίες, ο Άγγλος πρεσβευτής είχε επικοινωνήσει με τον Άγγλο στόλαρχο και άγημα αγγλικό απρόσκλητο ανέβηκε στην Αθήνα οπλισμένο και με την σημαία του, πριν ακόμα οι αρχές πληροφορηθούν τι συμβαίνει. Οι αξιωματικοί εξεγέρθηκαν για την πραξικοπηματική αυτή ενέργεια των Άγγλων και άρχισαν να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα. Αυτό το έμαθε ο βασιλιάς Γεώργιος, που στο μεταξύ κατέβηκε από το Τατόι και παρακάλεσε τον Άγγλο πλωτάρχη να πάρει το άγημα και να φύγει.
Όταν όμως είδε και αποείδε πως δεν ήταν δυνατό να διαλυθεί ο Στρατιωτικός σύνδεσμος πλεύρισε το Βενιζέλο, που στην Κρήτη έδωσε δείγματα αγγλοφιλίας και τον ενίσχυσε να γίνει πρωθυπουργός, αφού πρώτα του απέσπασε κατηγορηματική υπόσχεση ότι όχι μόνο δε θα θίξει την δυναστεία αλλά θα ξαναφέρει το διάδοχο και τους πρίγκιπες στις θέσεις που είχαν στον στρατό. Από τότε (Ιανουάριος του 1910) ουσιαστικά ο Στρατιωτικός σύνδεσμος διευθυνόταν από το Βενιζέλο, που εκτελούσε πια εντολές του Άγγλου πρεσβευτή Έλλιοτ.
Ο δημοκράτης και εχθρός της δυναστείας Βενιζέλος είχε γίνει πιστός υπηρέτης του στέμματος. Όλα είχαν γίνει μέλι γάλα. Ο Βενιζέλος από τότε έγινε ο εντολοδόχος στην Ελλάδα του Φόρεϊν Όφφις. Γι’ αυτό στο τέλος του 1912 οι Άγγλοι υπουργοί Λόυδ Τζωρτζ και Ουίνστων Τσώρτσιλ δε δίστασαν να κάνουν μια «φιλική» πρόταση στον Βενιζέλο, που βρισκόταν εκείνον τον καιρό στο Λονδίνο. Του ζήτησαν, αν παρουσιαστεί ανάγκη, να παραχωρήσει το λιμάνι του Αργοστολίου στον αγγλικό στόλο. Φυσικά ο Βενιζέλος δέχθηκε.

Σημαία Κρητών επαναστατών

Το Κρητικό Ζήτημα και η αγγλική πολιτική

Όπως είδαμε η αγγλική κυβέρνηση αντιτάχθηκε στο να συμπεριληφθεί η Κρήτη στα σύνορα του ελληνικού κράτους στις διαπραγματεύσεις που έγιναν ανάμεσα στις τρεις δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κατά την περίοδο 1828-1831.
Όταν λοιπόν η Κρήτη, με την συνθήκη της 3/15 Ιούλη 1840, ξανάγινε τουρκική επαρχία, η αγγλική διπλωματία άρχισε πάλι τις ραδιουργίες της. Γι’ αυτό έβαλε τους πράκτορές της να προσποιηθούν απεριόριστη συμπαράσταση προς το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και υποδαύλισε την εξέγερση του 1841. Οι Κρήτες αγωνιστές όμως αρνήθηκαν τις προτάσεις για αγγλική προστασία του νησιού τους, ζητώντας πως θέλουν την ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα, για την οποία έχυσαν τόσο πολύ αίμα.
Τότε η Αγγλία έπαψε να υποστηρίζει τους επαναστάτες και παρακίνησε την Τουρκία να κάνει επίδειξη δύναμης στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας (Θεσσαλία) και να στείλει την αρμάδα της στην Κρήτη. Ο σουλτάνος εκτέλεσε τις συμβουλές της αγγλικής κυβέρνησης και έτσι η κρητική επανάσταση απέτυχε.
Αλλά και στην κρητική επανάσταση του 1866 η Αγγλία κράτησε κάτι παραπάνω από εχθρική στάση. Έβαλε πάλι τον σουλτάνο να φανεί αδιάλλακτος και να πνίξει στο αίμα την επανάσταση, ενώ ο Άγγλος πρεσβευτής ασκώντας πίεση κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός ο αγγλόδουλος Δ. Βούλγαρης, που εκτελούσε πιστά τις εντολές του Λονδίνου, προδίδοντας τον αγώνα του κρητικού λαού.
Το 1896, που πάλι η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό συναγερμό, η αγγλική διπλωματία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον κρητικό αγώνα, ελπίζοντας να βρει ευκαιρία να κάνει κατοχή της Σούδας. Γι’ αυτό ο Άγγλος υπουργός Σόλσβαρυ έβγαλε ένα λόγο που ήταν πυρ και μανία κατά της Τουρκίας. Οι Κρητικοί πίστεψαν πως ήρθε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κι όμως και αυτήν την φορά η Αγγλία εργαζόταν με μεγάλη τέχνη για να δημιουργήσει περιπλοκές στο Αιγαίο με σκοπό να καταλάβει το μεγάλο λιμάνι της Σούδας. Οι Άγγλοι μάλιστα υπουργοί αγορεύοντας στην βουλή πάνω στο κρητικό ζήτημα, δήλωσαν πως ο κρητικός λαός δε θέλει την ένωση με την Ελλάδα αλλά μόνο την δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος.
Σύμφωνα με αυτήν την πολιτική της αγγλικής κυβέρνησης οι πράκτορες των Άγγλων στην Κρήτη εργάστηκαν με όλα τα μέσα της προπαγάνδας τους για να δημιουργήσουν «κίνηση υπέρ της αγγλικής προστασίας», αλλά η ρωσική πολιτική αντέδρασε στα σχέδια αυτά και τελικά τα ματαίωσε.
Η αγγλική διπλωματία, αφού απέτυχε η πολιτική της στο κρητικό ζήτημα, έβαλε πάλι το σουλτάνο να στείλει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη. Έγιναν τότε φρικαλέες σφαγές και παρ’ όλο το αίμα που χύθηκε από τις τουρκικές ορδές, ο Άγγλος υφυπουργός Κώρζον πλαστογραφώντας τα γεγονότα δήλωσε στην αγγλική βουλή πως η στάση του τουρκικού στρατού ήταν εξαίρετη και οι περισσότεροι επιτιθέμενοι ήταν χριστιανοί.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, από την αρχή του πολιτικού του σταδίου στην Κρήτη, είχε μπλεχτεί στα δίχτυα της αγγλικής διπλωματίας. Γι’ αυτό το 1905 δήλωνε, σε εμπιστευτική του συνομιλία με το Φιλάρετο, πως σε περίπτωση που η Κρήτη ενωνόταν με την Ελλάδα ήταν προτιμότερο ο κόλπος της Σούδας να δοθεί στην Αγγλία. Τα χρόνια μάλιστα αυτά, ύστερα από τους μεσοολυμπιακούς αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1906, είχε διαδοθεί πως η Αγγλία είχε καταφέρει να εξουδετερώσει τις αντιρρήσεις των άλλων δυνάμεων και θα έκανε κατοχή της Κρήτης. Κάτι τέτοιο φαίνεται μαγειρευόταν αλλά η Ρωσία και η Γαλλία ματαίωσαν και αυτήν την φορά τα αγγλικά σχέδια. Ο Βενιζέλος όμως εξακολουθούσε να υποστηρίζει την άποψη πως η Αγγλία έπρεπε να καταλάβει τον κόλπο της Σούδας. Σε συνέντευξή του μάλιστα στην γερμανική εφημερίδα «Reichpost» το 1910 μίλησε διεξοδικά για αυτές τις βλέψεις της Αγγλίας.
Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1912, με αφορμή τον ιταλοτουρκικό πόλεμο, οι Κρητικοί νόμισαν πως ήρθε η ώρα να δουν την λευτεριά τους, μιας και η Τουρκία έχασε τα Δωδεκάνησα και δε μπορούσε να εμποδίσει την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Έστειλαν λοιπόν στις 15 Αυγούστου 1912 δεκαεννιά βουλευτές στην Αθήνα για να μπουν στην ελληνική βουλή και να πραγματοποιήσουν έτσι τον προαιώνιο πόθο τους. Πριν όμως φτάσουν στον Πειραιά αγγλικό καταδρομικό τους έπιασε και τους εμπόδισε να φύγουν. Μα και όταν οι κρητικοί βουλευτές κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το αγγλικό μπλόκο και να φτάσουν στον Πειραιά, η αγγλική κυβέρνηση διέταξε τον Βενιζέλο να μην τους αφήσει να μπουν μέσα στην βουλή. Και ο Βενιζέλος υπάκουσε!
Αν και τα αγγλικά σχέδια για τον έλεγχο της Κρήτης ματαιώθηκαν, η Αγγλία δεν έπαψε να έχει βλέψεις πάνω στην Κρήτη. Και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο προσπάθησε να δημιουργήσει τους κατάλληλους όρους για να κάνει το μεγάλο λιμάνι της Σούδας αγγλικό ναύσταθμο. Την θέση της Αγγλίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πήραν οι ΗΠΑ, οι οποίες το 1953 υπέγραψαν συνθήκη με την ελλαδική κυβέρνηση, στα πλαίσια των νατοϊκών μας υποχρεώσεων, για εγκατάσταση αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στο πολυπόθητο λιμάνι της Σούδας, επισημοποιώντας πλέον φανερά τον ρόλο μας ως δυτικό προτεκτοράτο.

Οι βάσεις των ΗΠΑ και του NATO στην Ελλάδα

Συνέχεια των αγγλικών επεμβάσεων στην Ελλάδα

Από τις αρχές ακόμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), το Φόρεϊν Όφφις πίεσε την ελληνική κυβέρνηση να ταχτεί με το μέρος της Αγγλίας. Ο Βενιζέλος, όργανο της ελληνικής πλουτοκρατίας που ήταν συνδεδεμένη με το αγγλικό κεφάλαιο, φάνηκε πρόθυμος να εξυπηρετήσει τα αγγλικά συμφέροντα και πλειοδότησε σε φιλοαγγλισμό. Ο ελληνικός λαός όμως σε μεγάλη πλειοψηφία του από το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του κινούμενος, δεν άργησε να καταλάβει πως σερνόταν σε σφαγή για ξένα συμφέροντα. Είναι αλήθεια πως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το Λαϊκό κόμμα εκμεταλλεύτηκαν την αντιπολεμική και ουδετερόφιλη διάθεση του ελληνικού λαού για να εξυπηρετήσουν τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Η γερμανόφιλη όμως πολιτική του Κωνσταντίνου και του Λαϊκού κόμματος δε δικαιολογεί με κανένα τρόπο τις επεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας μας των Άγγλων και των συμμάχων τους.
Η πρώτη σχετική αγγλική επέμβαση έγινε τον Ιούλιο του 1915. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Έντουαρντ Γκρέυ, υπουργός εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, κατά τον πιο επίσημο τρόπο ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παραχωρήσει στην Βουλγαρία την ανατολική Μακεδονία, αφήνοντας να υπονοηθεί πως αν η Ελλάδα αρνηθεί θα παρθούν πιεστικά μέτρα εναντίον της. Ο Βενιζέλος δέχθηκε αλλά οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να πάνε με τους Άγγλους και έτσι ματαιώθηκε η  εκτέλεση της αγγλικής πρότασης να παραχωρηθεί η ανατολική Μακεδονία στην Βουλγαρία.
Η δεύτερη επέμβαση έγινε στις 21 Ιουνίου 1916. Από τότε άρχισαν νέα βάσανα για τον ελληνικό λαό. Σώνει και καλά έπρεπε να πολεμήσει για τα αγγλικά συμφέροντα και επειδή δεν ήθελε άρχισαν οι πιέσεις. Η αγγλική εταιρεία Wholesh Society Ltd ακύρωσε τις παραγγελίες της σταφίδας, η αγγλική πρεσβεία της Αθήνας δήλωνε πως η σταφίδα θα αποκλειστεί από την αγγλική αγορά και ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Γούντ και ο υποπρόξενος Κρω κήρυτταν φανερά πως θα αγοράζουν σταφίδα μόνο από τους αγγλόφιλους παραγωγούς και εμπόρους.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1935, ο λόρδος Κρώσφιλτ και οι Άγγλοι κεφαλαιοκράτες Χάμπρο και Σία προετοίμασαν μαζί με τον Βενιζέλο τον ερχομό του Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα. Ένα χρόνο πάλι πιο ύστερα ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ουατερλόου γύριζε στις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Πάτρα κλπ) και σαν υπαίθριος ρήτορας αγόρευε για τα καλά που θα φέρει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Και τον Δεκέμβριο του 1944 τα αεροπλάνα και τα τανκς του Σκόμπυ σκόρπισαν τον θάνατο και την καταστροφή στην Αθήνα και τον Πειραιά για να πραγματοποιήσουν την αγγλική κατοχή της χώρας μας, που την ονειρεύονταν και την σχεδίαζαν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές πάνω από 125 χρόνια.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button
Close